ΣΚΛΗΡΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Οι τρείς σύντροφοι βάδιζαν αμίλητοι για αρκετή ώρα καθώς διαβαιναν τα θορυβώδη στενά της Άρμινας , της πρωτεύουσας του Ντόλ Κουαρθόλ . Ο αέρας μύριζε από την χθεσινοβραδυνή βροχή , όμως τώρα ο ήλιος έλαμπε και η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή , καθώς οι τρείς σύντροφοι διέσχιζαν τα λασπωμένα σοκάκια της πόλης , περιπλανώμενοι άσκοπα και δίχως προορισμό . Ο Κίρινταν , Μάγος μεγάλης δύναμης και γνώσης , πρώην αφέντης του βασιλείου και νύν τυχωδιώκτης και περιπλανώμενος , προχωρούσε μπροστα ενώ πίσω του ακολουθούσαν οι δύο απελευθερωμένοι πλέον κρατούμενοι , ο Μόρικ ο ασκούπιστος , ο ικανότερος κλέφτης της χώρας , και ο Τσέρνομποργκ , ο σωματώδης πολεμιστής απο τον άγριο βορρά . Οι δρόμοι ήταν πολυσύχναστοι και ασφυκτικά γεμάτοι . Πλανώδιοι έμποροι διαλαλούσαν με βραχνές φωνές την πραμάτεια τους , φρουροί περιπολούσαν τα στενά με τις πανοπλίες τους να να χτυπούν σε κάθε βήμα σαν κατσαρόλες στο σακί , όμορφες κυρίες κυκλοφορούσαν στολισμένες σαν λατέρνες προκαλώντας βλέμματα θαυμασμού και μικροαστικής λαγνείας .
Ο Τσέρνομποργκ προχωρούσε αμίλητος και αυστηρός, ξεχωρίζοντας από το υπόλοιπο πλήθος όπως ο λύκος ανάμεσα σε μαλθακά και υπάκουα σκυλιά . Ψηλός , μυώδης , με το μακρύ σπαθί του , τον «Ιατροδικαστή» , περασμένο διαγώνια στην πλάτη , ο Βάρβαρος παρουσίαζε ένα θέαμα το λιγότερο εντυπωσιακό . Έτσι , αρκετά ήταν τα κεφάλια που γύριζαν για να κοιτάξουν , καθώς αυτός περνούσε περπατώντας λεβέντικα και καμαρωτά , γιατί πολλοί ήταν αυτοί που ποτέ δεν είχαν συναντήσει βόρειο στο παρελθόν . Όσο για τον Μόρικ…Ο αλαφροχέρης , λωποδύτης φίλος μας δεν έδειχνε να εμποδίζεται από την προσοχή που τραβούσε στη συντροφιά τους ο μεγαλόσωμος βάρβαρος . Με περισσή χάρη φρόντιζε να ξαφρίζει διακριτικά ότι προλάβαινε από τις τσέπες του κάθε απρόσεκτου περαστικού που θα τύχαινε να πλησιάσει αρκετά κοντά . Ήταν καλός ο πούστης, ήταν πολύ καλός .Και για κλέφτης , πολύ έργατικός ,πρέπει να ομολογήσουμε …
"Πιστεύω πως είναι ώρα να ψωνίσουμε τίποτα προμήθειες για το ταξίδι . Μήν πάμε και ξεβράκωτοι στα αγγούρια..." ,είπε ο Κίρινταν μισοστρέφοντας το πρόσωπο του προς τα πίσω , απευθυνόμενος στους δύο συντρόφους του πάνω απο τον ώμο του . "Και για πού είμαστε ρε αφεντικό,Θα πάμε μακριά ; Δηλαδή συγγνώμη , αλλά απο την ώρα που φύγαμε απο το παλάτι , δεν έχεις πεί κουβέντα!! Τραβάς μπροστά , κι εμείς ακολουθούμε σα μαλάκες – με το συμπάθειο - αλλά πές μας κι εμάς κάτι!!Πού σκατά πάμε;;" , είπε ο Μόρικ , εκφράζοντας μια απορία λογική . " Σωστή η ερώτησή σου φίλε μου , η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα…" , απάντησε ο Μάγος , παραλογιζόμενος ως συνήθως . " Ιγκώ ντέν πάει πουτενά , ιγκώ βαρέθηκα !! ιγκώ πάει πίσω στο χωριό μου!! " , πετάχτηκε σαν ατίθαση ψωλή ο βάρβαρος , υψώνοντας τον τόνο της φωνής του αποφασιστικά . "Τί είπες ρε πρησμενε , ρε σακκί με κρέας , άκουσα καλά ; " φώναξε ο Κίρινταν , σταματώντας και αντικρύζοντας κατάματα τον Τσέρνομποργκ . Ο σβέρκος του τον πόνεσε λιγάκι από την απότομη κίνηση και στραβολαίμιασε κιόλας , καθότι ο Βάρβαρος του έριχνε κανα δυό κεφάλια , αλλα ο μάγος δεν έδειξε να πτοείται. Μπορεί να ήταν στρίτζος και να έπρηζε συκώτια , αλλα είχε αρχίδια , αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε . « Εσύ , πολύ μαλάκα!!Όλο φωνάζει ,όλο λέει μαλακίες!!» φώναξε ο βάρβαρος , αγριοκοιτάζοντας τον μάγο κάτω απ’τα σμιχτά του φρύδια καθώς συνέχιζε να τον βρίζει στην ακαταλαβίστικη και ενοχλητική για τα αυτιά μητρική του γλώσσα .Ο μάγος όμως δεν μάσησε τα λόγια του . " Άν δεν ήμουν εγώ ρε αχάριστε , τωρα οι φρουροί θα γλεντούσαν το κωλοτρυπίδι σου!! Νυφούλα θα σε κάνανε , μαλάκα!! Έτσι με παρατάς και φεύγεις ρε ; Έγώ σε ελευθέρωσα να πούμε!! Δέν έχει μα και μού ρε,θα κάνεις ότι σου λεω !! Παλιογομάρι!!... Σκάσε και ακολούθα τώρα , βλαμμένε , έ βλαμμενε !!" . Εδώ πρέπει να πούμε πως ο Τσέρνομποργκ είχε σκοτώσει , ανασκολοπίσει , σοδομίσει , γδάρει , ακρωτηριάσει , ξεκοιλιάσει , βιάσει από τον κώλο διάφορους ανθρώπους για προσβολές πολύ μικρότερες απο την προκειμένη . Έτσι , ακολουθώντας πιστά τα παραπάνω πρότυπα συμπεριφοράς , τα οποία είχαν αποδειχτεί πολύ αποτελεσματικά και χρήσιμα σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν , άπλωσε τα χοντρόχερά του προς τον πρώην αυτοκράτορα , χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμα τί ακριβώς θα του κάνει , αλλά γνωρίζοντας εκ των πρωτέρων πως αυτό θα ήταν κάτι πολύ , πολύ , πολύ άσχημο ...
Όμως εκεί ήταν που συνέβη κάτι το αναπάντεχο.Εντελώς ξαφνικά , το δαχτυλίδι που φορούσε ο Τσέρνομποργκ έλαμψε με ένα απαλό γαλάζιο φώς . Ταυτόχρονα , ο Βάρβαρος κατέρρευσε στο έδαφος , βγάζοντας αφρούς από το στόμα και τραυλίζοντας ακατάληπτα . Ο Μόρικ παρακολουθούσε άναυδος και ανατρίχιάζοντας καθώς συνειδητοποιούσε πως τα δύο δαχτυλίδια , τα δώρα του μάγου προς τον Τσέρνομπορκ και τον ίδιο , είχάν και κάποια άλλη χρήσημότητα πέραν της διακοσμητικής . «Έπρεπε να το περιμένω , ο μπάρμπας δεν φαινόταν για αφελής» , σκέφτηκε από μέσα του . Γύρισε και κοίταξε τον Κίρινταν ο οποίος παρακολουθούσε ατάραχος τον σωριασμένο βάρβαρο να ηρεμεί , καθώς οι σπασμοί που τον συντάρασσαν καταλάγιαζαν με το πέρασμα της ώρας . «Βοήθησέ με να τον κουβαλήσω , είναι ολόκληρο βόδι, ο μαλάκας…» , διέταξε ο μάγος , με τα σημάδια της απογοήτευσης εμφανή στο πρόσωπό του . Ο Μόρικ υπάκουσε αμέσως , και μαζί με τον Κίρινταν κατάφεραν να μεταφέρουν τον Τσέρνομποργκ σε ένα απόμερο σοκάκι . «Μην ανησυχείς , θα έχει συνέλθει σε κανα δεκάλεπτο . Αν κάποιος ρωτήσει τι τρέχει , πές πως τον μαζέψαμε μεθυσμένο τα χαράματα και πως τον κουβαλάμε σπίτι » , είπε ο μάγος χωρίς να αποπειραθεί να δώσει περεταίρω εξηγήσεις . Ο Μόρικ όμως δεν ήταν κανα κορόιδο, κι εδώ που τα λέμε είχε αρχίσει και να φοβάται λίγο αυτό το κοντοπίθαρο , παμπόνηρο ανθρωπάκι που κάποτε διαφέντευε το βασίλειο του Ντόλ Κουαρθόλ .Έτσι , έσπευσε να ρωτήσει : «Τι έπαθε ο ψηλός αφεντικό ; Τι του έκανες ;» . «Εγώ ; Τίποτα , μόνος του τα ‘θελε και τα ‘παθε…» απάντησε ο Κίρινταν εξακολουθώντας να κάνει το μαλάκα . « Κοίτα αφεντικό , εγώ να κάνω ότι θές , αλλα μη μου μιλάς σαν να’μαι κορόιδο . Έχει να κάνει με τα δαχτυλίδια που μας έδωσες , έτσι ; Μην απαντήσεις μαλακία πάλι, γιατί θα τσατιστώ!! Επειδή τυχαίνει να φοράω κι εγώ ένα από αυτά , θα ήθελα να ξέρω τι μπορεί να μου συμβεί , αλλιώς σου βάζω το δαχτυλίδι στον κώλο, σε παρατάω και φεύγω!!!» . Ο Κίρινταν κοίταξε στα μάτια στον κλέφτη , κι ύστερα με έναν αναστεναγμό , απέστρεψε το βλέμμα μουρμουρίζοντας . « Αυτό είναι το θέμα , δεν μπορείς…Ούτε αυτός μπορεί…» . Ο Μόρικ είχε μείνει άναυδος με αυτό που άκουσε . « Τι εννοείς δεν μπορώ αφεντικό ; Με τρελαίνεις τώρα , γιατί τα λές αυτά ;!!» . «Μη φρικάρεις ρε μαλάκα , εντάξει , θα σου εξηγήσω!!» απάνησε ο μάγος αγανακτισμένος και συνέχισε να μιλά καθώς ο κλέφτης παρακολουθούσε εμβρόντητος . « Όταν πήρα απόφαση να ξεκινήσω αυτό το ταξίδι και διάλεξα εσάς ως συντρόφους , ήξερα από την αρχή πως ήσασταν καθάρματα , και μη με κοιτάς σαν μαλάκας , το ξέρεις πως έχω δίκιο…» . Ο Μόρικ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρα να συμφωνήσει . Ήταν κάθαρμα , πούστης και πουτάνας γιός (στη κυριολεξία) , ήταν ικανός για όλα και δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό . Συνήθως οι «άλλοι» είχαν το πρόβλημα . Ο κωλόγερος τα έιχε σκεφτεί όλα , αυτό ήταν σίγουρο . « Δε λέω , είστε και οι δύο γαμάτοι σ’αυτό που κάνετε , και γι’αυτό σας διάλεξα, όμως τι θα διασφάλιζε εμένα σε περίπτωση που αποφασίζατε από κοινού εσύ και το γομάρι από δίπλα , να με σφάξετε ή να με ληστέψετε ή ακόμα και να με παρατήσετε στα κρύα του λουτρού ; Αν βασιζόμουν στον λόγο σας και την καλή σας πίστη , χέσε μέσα .Οπότε κι εγώ κατέληξα στη λύση των δαχτυλιδιών» . Ο Μάγος σταμάτησε και κοίταξε αφηρημένος το κενό , στοχαζόμενος κάποια άσχετη μαλακία που του πέρασε φευγαλέα απ’ το μυαλό . Η σιωπή ήταν αφόρητη για τον κλέφτη , που είχε αρπάξει φωτιά ο κώλος του κι ανησυχία τον έσφιγγε απ'τα αρχίδια . «Λοιπόν; Τι παίζει με τα κωλοδαχτυλίδια επιτέλους ;» , παρότρυνε ευγενικά τον Κίρινταν. «Τι; Ά, ναι!! Αυτό που παίζει είναι το εξής : Αν σε οποιαδήποτε περίπτωση αποπειραθείτε να με εγκαταλείψετε ή να με βλάψετε με οποιονδήποτε τρόπο , θα περάσετε τα επόμενα δέκα λεπτά ξαναζώντας τον χειρότερο εφιάλτη της ζωής σας . Αν συνεχίσετε να κάνετε μαλακίες και δεν συμμορφώνεστε, το σκηνικό θα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι να σας στρίψει εντελώς , μέχρι να κατουριέστε και να χέζεστε δημοσίως απ’ το φόβο σας , μέχρι να αμφιβάλλετε αν αυτό που βλέπετε είναι πραγματικότητα ή ένας ακόμα φριχτός εφιάλτης , μέχρι το μυαλό σας να γίνει πουρές με κόκκινη σάλτσα , μεχρι… .» . «Έισαι μεγάλο μουνόπανο , το ξέρεις ,έτσι;» , τον διέκοψε ο Μόρικ αηδιασμένος . « Το ξέρω , αλλα στ’αρχίδια μου…» , απάντησε κυνικά ο μάγος και συνέχισε , «Φυσικά , αν προσπαθήσετε να απαλλαγείτε από τα δαχτυλίδια βγάζοντάς τα, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο : Θα φρικάρετε και θα κλαίτε σαν μωρά ή σαν αδερφούλες , αναλόγως την ιδιοσυγκρασία του καθενός» . Ο Μόρικ δεν πίστευε στα αυτία του. Ο κωλόγερος τον κρατούσε από τα αρχίδια κανονικά . Στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο και προσπάθησε να χωνέψει αυτό που μόλις είχε μάθει . Η πουτάνα η τύχη του τον είχε βγάλει από την φυλακή για να τον παραδώσει στα χέρια ενός κακομαθημένου , γκρινιάρικου , μεσήλικου μωρού . Ο Κίρινταν ήταν σίγουρα χαρισματικός και πανέξυπνος , κάποια εποχή ίσως ήταν ακόμα και ευχάριστη παρέα , αλλα η αρρώστεια και ο φόβος του επερχόμενου θανάτου , του είχαν γαμήσει την ψυχολογία . Ο Μόρικ τον θεωρούσε έναν από τους πιο σπασαρχίδες και γκρινιάρηδες ανθρώπους που είχε ποτέ την ατυχία να συναντήσει . Το μόνο θετικό στην όλη υπόθεση ήταν πως σε 6 μήνες το πολύ, ο μαλάκας θα τα τίναζε , ας είναι καλά ο καρκίνος , και θα τους άφηνε στην ησυχία τους επιτέλους . Αυτό του έφτιαξε κάπως την διάθεση . «Αναρωτιέμαι τι σκατά ονειρεύεται ο σκατόβλαχος» είπε ο πρώην αυτοκράτορας κοιτώντας υποτιμητικά τον Τσέρνομπόργκ , που είχε αρχίσει να αναστενάζει και να αγκομαχά βαρειά και τρομαγμένα .
Ο Βάρβαρος όμως ταξίδευε πια μακριά ,πολύ μακριά στο παρελθόν . Στο όνειρό του έβλεπε τον εαυτό του όπως ήταν κάποτε , ένα μελαχρινό , μικρόσωμο, δωδεκάχρονο αγόρι που περιπλανιόταν άσκοπα στο σκιερό και πυκνό δάσος που περιέβαλλε το χωριό της φυλής του Λύκου , της μακρυνής πατρίδας του . Η άνοιξη είχε μόλις κάνει την εμφάνισή της , τα χιόνια είχαν λιώσει ,και ο μικρός Τσέρνομποργκ είχε την ευκαιρία και την ευχαρίστηση να αρχίσει τις εξερευνήσεις στην περιοχή . Του άρεσε να περνά τον καιρό του ανάμεσα στα δέντρα , κάνοντας όνειρα , χορεύοντας , κυνηγώντας ενίοτε κάποιο μικρό ζωάκι με το τόξο του , κι έτσι πολλές φορές ξεχνιόταν και αργούσε να επιστρέψει στην οικογενειακή καλύβα την ώρα που έπρεπε , με αποτέλεσμα να τον σαπίζει στο ξύλο ο μπαμπάς του , φρικαρισμένος από την ανησυχία .
«Γκιατί πιντί μου δεν παίζει ξύλο με το άλλο πιντιά ; Γιατί γιρνά σα μαλακα στο ντάσος και χαζολογκάει ;» , μουρμούριζε απογοητευμένος ο Μπίλεμπόργκ , ο πατέρας του Τσέρνομπόργκ . «Αντερφή είναι ; Ντίπ αλαφροΐσκιωτος ;» , έλεγε και ξαναέλεγε χτυπώντας το κεφάλι του γιού του στον τοίχο , και ένα αγκάθι του τρυπούσε την καρδιά . Η αλήθεια είναι πως ο μικρός Τσέρνομπόργκ δεν είχε και πολλά πάρε δώσε με τα υπόλοιπα παιδιά της φυλής του Λύκου . Τους έβρισκε όλους ανιαρούς και ηλίθιους . Ήταν ένα παιδί με ευασθησίες , ονειροπόλος , με πάθος για περιπλάνηση , ενώ οι υπόλοιποι ήταν απλώς γίδια και χωριάτες του κερατά , που δεν έχαναν ευκαιρία να τον πειράζουν και να του σπάνε τα αρχίδια απλώς και μόνο επειδή μπορούσαν . Αδερφή πάντως δεν ήταν , τουλάχιστον όχι ακόμα .
Η σκηνή που ξαναζούσε είχε στην πραγματικότητα λάβει χώρα εννιά χρόνια πρίν , όταν ο Τσέρνομπόργκ ήταν μόλις δώδεκα ετών . Ο χειμώνας είχε αρχίσει να υποχωρεί και οι μέρες γίνονταν αισθητά μακρύτερες σε διάρκεια και πιο φωτεινές . Ο μικρός είχε πιά την άνεση να ξοδεύει ατέλειωτες ώρες κάνοντας αυτό που αγαπούσε περισσότερο από όλα , να κυνηγά και να περιπλανιέται έξω στο δάσος , χωρίς να ανησυχεί για το αν θα έπρεπε να επιστρέψει σύντομα η όχι. Το κρύο ήταν υποφερτό και τα θηράματα άφθονα . Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν η φήμη που κυκλοφορούσε , πως τάχα μια αρκούδα είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή καταστρέφοντας τις παγίδες των κυνηγών και παίρνοντας στο κυνήγι κάποιους από αυτούς . Όλα αυτά όμως λίγο μετρούσαν στο εφηβικό μυαλό του Τσέρνομπόργκ , που ήταν λίγο βλαμμένος ήδη από τότε .
Όπως κάθε μέρα , έτσι και εκείνη την αποφράδα , ο πιτσιρικάς είχε ξεκινήσει από νωρίς την περιπλάνηση του στο δάσος . Περπατούσε ήδη για δύο ώρες όταν η ματιά του πήρε είδηση ένα ελάφι που βοσκούσε αμέριμνο σε μικρή απόσταση από τον ίδιο . Ήσυχα και προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο , έβγαλε ένα βέλος από την φαρέτρα του και το περασε στο τόξο του . Σημάδεψε αργά κρατώντας την ανάσα του και υπομονετικά διάλεξε την κατάλληλη στιγμή να ρίξει . Ακριβώς την ώρα που τα δάχτυλά του άφηναν τη χορδή του τόξου , μια ηχηρή καρπαζιά προσγειώθηκε στο σβέρκο του μικρού Τσέρνομπόργκ κάνοντάς τον να αστοχήσει τελείως καθώς σωριαζόταν φαρδύς πλατύς στο έδαφος . Αν και πονούσε , γύρισε αμέσως να αντεπιτεθεί στον άγνωστο τραμπούκο αλλα μια ακόμη σβουριχτή σφαλιάρα τον έκανε να αναθεωρήσει .Τα μάγουλά του κοκκίνησαν και σκέφτηκε πως πρέπει να έδειχνε απίστευτα ηλίθιος. Από πάνω του ακούστηκε μια φωνή , η οποία φαινόταν καθαρά πως είχε μόλις αρχίσει να χάνει την παιδικότητά της και να αποκτά το μπάσο χρώμα της ενηλικίωσης . « Τι νομίζει πως κάνει ρε μαλκιζμένου ,Ε ; Τι δουλειά έκει εσί ιντώ ;» . Ο Τσέρνομπόργκ γνώριζε πολύ καλά αυτή τη φωνή και τον κάτοχό της . Ήταν ο Ίγκορ , τέσσερα χρόνια μεγαλυτερός του και κωλοπαιδαράς ολκής . Αυτός ο μαλάκας δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να τον πειράζει και να τον σαπίζει στο ξύλο με κάθε ευκαιρία , και βασικά ήταν ένας από τους λόγους που ο Τσέρνομποργκ προτιμούσε τις μοναχικές περιπλανήσεις από την συναναστροφή των υπολοίπων παιδιών του χωριού . Άπειρες φορές είχε γίνει ρόμπα, καθώς ο εν λόγω νταής τον καρπάζωνε ξαφνικά και απροσδόκητα (όπως τώρα , καλή ώρα ) , του δάγκωνε τις τυρόπιτες και του κατέβαζε το βρακί δημοσίως , ενώ η παρέα του γελούσε και του έκανε ομαδική καζούρα . Επίσης , ο Ίγκορ ήταν ο γιός του αρχηγού της Φυλής του Λύκου , γεγονός που επέτεινε τη ματαιοδοξία και γενικότερα την μαλακία που τον έδερνε . Το χειρότερο από όλα , ήταν πως για μιά ακόμα φορά , ο παλιομπινές είχε φέρει και την παρέα του μαζί . Δίπλα στον κοκκινοτρίχη μπάσταρδο στέκονταν τα κολλητάρια του: Ο Ασβός ( που βρωμούσε σαν ασβός ) , το Κωλοπαίδι (που ήταν όνομα και πράμα) και ο Μπάμπης ο Πορδίλλος (που ήταν ο μόνος που ο Τσέρνομπόργκ γνώριζε με το κανονικό του όνομα ) . Οι τέσσερίς τους τον κοιτούσαν αφ’υψηλού χαμογελώντας χαιρέκακα . « Τώρα τα ντεί τι τα πάτει !!» απέιλησε ο Ίγκορ , με τη φακιδιασμένη μάπα του να παραμορφώνεται σε μία γκριμάτσα που έδειχνε μίσος , αλλα και έναν υπαινιγμό ανάρμοστης διασκέδασης . Λες και αυτό ήταν κάποιου είδους σύνθημα , άρχισαν όλοι μαζί να του σκίζουνε τα ρούχα , απαντώντας με κλώτσιές στις αδύναμες προσπάθειες αντίστασης του μικρού , μέχρι που τον άφησαν εντελώς ξεβράκωτο . Όσο το «κωλοπαίδι» κρατούσε τον Τσέρνομπόργκ ακινητοποιημένο στο έδαφος , ο Μπάμπης ο πορδίλλος έβρισκε ευκαιρία να τον κλάνει στη μάπα (κάτι στο οποίο είχε ταλέντο , για να είμαστε και δίκαιοι) , ο Ασβός απολάμβανε τη γενικότερη μπόχα και ο Ίγκορ γελούσε με την καρδιά του καθώς ο Τσέρνομπόργκ έκλαιγε αβοήθητος και προσπαθούσε να καταλάβει , γιατί στο διάολο επέμεναν να του την γαμάνε έτσι . « Κοίτα ,κοίτα !! Του μαλακιζμένου κλαίει σαν πουστράκι!! » , παρατήρησε με οξυδέρκεια ο Ασβός , και ο Τσέρνομπόγκ συνειδητοποίησε πως τελικά , τα λόγια και ο σαρκασμός τον πονούσαν περισσότερο από τις σφαλιάρες , τις οποίες τελικά με τον καιρό είχε συνηθίσει . «Αφήστε με ρε μουνόπανα!!» , έκανε να φωνάξει , αλλα το «κωλοπαίδι» άδραξε την ευκαιρία , και την στιγμή που ο μικρός άνοιγε το στόμα του , τον μπούκωσε με μία χορταστική χούφτα αγριόχορτα , που άρπαξε πρόχειρα από δίπλα . ΄Έτσι , βήχοντας , φτύνοντας και κλαίγοντας σαν αδερφούλα, ο Τσέρνομπόργκ αποφάσισε να παραδοθεί στην μοίρα του , η οποία προφανώς είχε αποφασίσει να γίνει πολύ σκύλα μαζί του την συγκεκριμένη μέρα. Με την άκρη του ματιού του , παρατήρησε τον Ίγκορ να βγάζει ένα χοντρό σχοινί από το σακίδιό του . « Σε αρέζει να γκιρνάς στου ντάσους, ε ; Τα σ’αφίσου ιντώ όλο το βράντι , να σου χεστείς γκια τα καλά !! Πιντιά , τραβατι τον πέρα 'κειθε!!» . Τα τσιράκια του μαλάκα εσπευσαν να εκτελέσουν την προσταγή του , κουβάλησαν τον Τσέρνομποργκ παραδίπλα όπου και τον απόθεσαν μπρούμυτα πάνω σε έναν πεσμένο κορμό . Ο Ίγκορ , με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις , έδεσε τον μικρό έτσι ακριβώς όπως τον έιχαν αποθέσει , στάθηκε για μια στιγμή να καμαρώσει το έργο του με ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη κι είπε: «Ιντώ τα μείνει όλο το βράντι!!» . Ο Τσέρνομπόργκ τα χρειάστηκε κανονικά. «Που ; Ιντώ ;» ,έκανε να ρωτήσει , αλλα ο πορδίλλος τον έκλασε καταπρόσωπο και τα λόγια του πνίγηκαν στη φριχτή αποφορά μιας κλανίας που του έφερε σκοτάδι στα μάτια . «Ναι , ιντώ!! Άμα του θυμηθώ άυριου , θα’ρτου να σι λίσου , αλλοιώς…» άφησε μισοτελειωμένη την πρότασή του ο κοκκινομάλης , φακιδομούρης , κακομαθημένος γιός του αρχηγού της Φυλής του Λύκου , καθώς είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται γελώντας ,ενώ η παρέα του τον ακολουθούσε κάνοντας πρόστυχα σχόλια για το μικρό (ήταν αλήθεια , λόγω ηλικίας και μόνο ) μέγεθος του πουλιού του Τσέρνομπόργκ . Τους άκουσε απελπισμένος να απομακρύνονται, μέχρι που οι φωνές τους έσβησαν στο βάθος και ο ίδιος έμεινε μόνος , με τους ήχους του δάσους να τον τυλίγουν από παντού και τις σκιές τριγύρω του να γίνονται μακριές και απειλητικές . Φοβόταν πολύ, πεινούσε και κρύωνε , έτσι όπως τον είχαν αφήσει δεμένο γυμνό , πάνω στο ξύλο . Το μυαλό του άρχισε να ζωντανεύει εικόνες περίεργες και τρομαχτικές , ανασύροντας από την ταραγμένη μνήμη του διάφορες ιστορίες που κατά καιρούς είχε ακούσει δίπλα στη φωτιά τα βράδια . Μύθους για πλάσματα που καραδοκούσαν στο σκοτάδι , κακόβουλα και ζηλόφθονα πνεύματα της φύσης , για αιμοβόρους κυνηγούς της νύχτας που κατασπάραζαν το θήραμά τους , αφήνοντας πίσω τους ένα αγνώριστο κουφάρι . Η πρωτόγονη , πλήν όμως γόνιμη φαντασία του , σε συνδυασμό με την έμφυτη δεισιδαιμονία της Φυλής του , είχαν τσακίζει σαν κλαδάκι το μυαλό του Τσέρνομπόργκ , που έτρεμε από κρύο και απο φόβο ταυτόχρονα . Σαν επιβεβαίωση των φόβων του , ο ψυχρός άνεμος έφερε στα αυτιά του ένα υπόκωφο μουγγρητό , το οποίο έμοιαζε να έρχεται απο κοντινή απόσταση . Σταμάτησε αμέσως να ανησυχεί για υπερφυσικές απειλές και δαίμονες , και η σκέψη του επικεντρώθηκε σε πιό απτούς κινδύνους , όπως ας πούμε τα θηρία του δάσους που σύντομα θα έβγαιναν να αναζητήσουν τη λεία τους υπό την κάλυψη του σκοταδιού.Θυμήθηκε τις φήμες που είχαν φτάσει στα αυτιά του για εκείνη την αρκούδα που είχε ξυπνήσει πεινασμένη απο την χειμερία νάρκη , και το παιδί άρχισε να προσεύχεται σε όσους θεούς γνώριζε ή είχε ακούσει ποτέ να μή επιτρέψουν να είναι εκείνος το επόμενο μεζεδάκι της . Οι θεοί όμως είχαν παέι για μπύρες κι είχαν δώσει τα κλειδιά του μαγαζιού στον διάβολο τον ίδιο . Κι εκείνος , διασκεδάζοντας πια με την καρδιά του , αποφάσισε να στρίψει το μαχαίρι όσο τον έπαιρνε . Ο ήχος βαρειών βημάτων που πλησίαζαν έφτασε τα αυτιά του Τσέρνομπόργκ , ο οποίος προσπαθούσε απελπισμένα να σπάσει τα δεσμά του χωρίς όμως αποτέλεσμα . Μέσα σε λίγες εφιαλτικές στιγμές , η αρκούδα παρουσιάστηκε μπροστά του σε ολόκληρο το κτηνώδες μεγαλείο της . Ξεπρόβαλλε από τα δεξιά του οπτικού του πεδίου , μουγγρίζοντας σιγανά , καθώς τον γυροέφερνε απειλητικά με σαλια να στάζουν απο το μισάνοιχτο της στόμα . Απο το μέγεθος , ο Τσέρνομπόργκ κατάλαβε πως η αρκούδα ήταν αρσενική , νεαρή και γρήγορη , και πως ακόμα κι αν τελικά είχε καταφέρει να λυθεί δεν είχε καμμία ελπίδα να σωθεί ακόμα κι αν ήταν εκατό φορές πιο δυνατός και γρήγορος απ'ότι στην πραγματικότητα . Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, αντικρύζοντας ίσως για τελευταία φορά τα πρώτα άστρα που άρχιζαν να αχνοφέγγουν στον ορίζοντα , και καταράστηκε βουβα την σκληρότητα εκείνων που τόσο άσπλαχνα τον είχαν εγκαταλείψει σ' εκείνη τη μοίρα . Το κτήνος χάθηκε απο τα μάτια του , καθώς έφτανε ακριβώς απο πίσω του και το παιδί έκλεισε τα μάτια και σφίχτηκε καθώς περίμενε το πρώτο χτύπημα απο τα νύχια του θηρίου . Όσο αυτό το χτύπημα αργούσε για κάποιο λόγο άγνωστο , ο Τσέρνομπόργκ βρήκε το χρόνο να απορήσει , γιατί απ' όσο θυμόταν, οι αρκούδες δεν ορμούσαν ποτέ απο πίσω , ειδικά όταν το θήραμα ήταν ανυπεράσπιστο όπως εκείνος την προκειμένη στιγμή . Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει , όμως το θηρίο είχε ήδη χορτάσει την πείνα του με τα κουφάρια εκείνων των ίδιων, που μόλις πρίν λίγη ώρα τον είχαν ξυλοκοπήσει και εγκαταλείψει . Το κωλαράκι του πορδίλλου δεν θα ξανακελαηδούσε ποτέ , το "κωλοπαίδι" ήταν πλέον απλώς ένα νεκρό κωλοπαίδι , και το πτώμα του Ασβού σάπιζε παρατημένο κάπου ανάμεσα στα χόρτα γιατί η εν λόγω αρκούδα ,αφού το μύρισε καλά καλά , αποφάσισε να μήν ρισκάρει να το φάει. Η ζωή είναι πολύ πουτάνα τελικά . Μόνο ο Ίγκορ κατάφερε να γλυτώσει , βάζοντας τα πόδια στον ώμο και τρέχοντας σαν τρελλός να προειδοποιήσει τον κόσμο πίσω στο χωριό , εγκαταλείποντας τους συντρόφους του στην αποτρόπαια μοίρα τους .
Φυσικά, ο Τσέρνομπόργκ δεν γνώριζε τίποτα απο όλα αυτα . Εξακολουθούσε να βρίσκεται ξαπλωμένος γυμνός , δεμένος μπρούμυτα πάνω σε ένα πεσμένο κορμό δέντρου και να περιμένει το πρώτο χτύπημα απο τα νύχια του θηρίου . Παρ'όλα αυτά , όπως εξηγήσαμε και πιό πάνω , η αρκούδα δεν ήταν πεινασμένη . Ήταν όμως καυλωμένη . Είχε έξι μήνες που κοιμόταν σαν το ζώο (που ήταν) και όπως όλα τα αρσενικά , είχε ξυπνήσει με μια στύση που δεν έλεγε να καταλαγιάσει με τίποτα . Είχε τέτοιες κάψες , που θα γαμούσε οτιδήποτε . Στη προκειμένη περίπτωση , αυτό το "οτιδήποτε" , ήταν ο δωδεκάχρονος Τσέρνομπόργκ . Έτσι το θέλησε η τύχη . Δεν θα σε κουράσω αγαπητέ αναγνωστη περιγράφοντας τις κραυγες αγωνίας του πιτσιρικά , καθώς το κτήνος του όργωνε τον κώλο . Ούτε θα σταθώ στο κάψιμο της κωλοτρυπίδας , στην οριστική απώλεια της αθωότητας , στον τσουχτερό πόνο που βίωσε ο έφηβος βάρβαρος κατα τη διάρκεια του βιασμού του απο την μητέρα φύση . Θα άξιζε όμως να αναφερθεί πως στο τέλος ο μικρός Τσέρνομπόρκ άρχισε να γουστάρει , όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται , αγαπητέ (και κρυφοανωμαλιάρη , να μην κοροιδευόμαστε,έτσι;) αναγνώστη αυτού του φαιδρού χρονικού . Σύντομα , τα ουρλιαχτά φρίκης μετατράπηκαν σε βογγητά ηδονής , καθώς μέσα απο τον βίαιο αλλα γοητευτικό τρόπο που ανακάλυπτε τον έρωτα , ο ήρωάς μας ερχόταν σε επαφή με έναν καινουργιο κόσμο απολαύσης , που ποτέ δεν είχε φανταστεί .
Όμως , όπως πολλές φορές αναφέρθηκε , η τύχη του Τσέρνομπόργκ γαμιόταν άσχημα εκείνη τη μέρα(όπως και ο ίδιος ,ας μήν ξεχνάμε) . Ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει να γουστάρει και να το παίρνει απόφαση (πράγμα επίσης δύσκολο) , έτυχε να καταφτάσουν στο ξέφωτο οι συγχωριανοί του , οπλισμένοι ως τα δόντια , ξεσηκωμένοι απο τον δειλό Ίγκορ να τρέξουν,για να σκοτώσουν το θηρίο . Το σάστισμά τους μπροτά στο εν λόγω θέαμα κράτησε μερικά λεπτά , χρόνος αρκετός για να αποτυπωθεί η σκηνη στη μνήμη τους (και ειδικά στη μνήμη του Μπίλεμπόργκ , του μπαμπά του Τσέρνομπόργκ , που έβλεπε τους φόβους του να επαληθεύονται) για πάντα . Όμως ήταν ένας λαός σκληραγωγημένος , αναθρεμμένοι σε συνθήκες οπου ο παραμικρός δισταγμός ,έστω και για μια στιγμή, μπορούσε να κάνει την διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου . Έτσι , σύντομα συνήλθαν, και με τα δόρατά τους σύντομα μετέτρεψαν την τρομερή αρκούδα σε μαξιλαράκι για καρφίτσες(η οποία δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να αμυνθεί υπό τις παρούσες συνθήκες , εδώ που τα λέμε... ). Ο Τσέρνομπόργκ κοίταζε σαστισμένος τους κωλοχωριάτες που μισούσε και απέφευγε σε όλη του τη ζωή , να δολοφονούν τον μοναδικό του έρωτα , την μία και μεγάλη του αγάπη , και ούρλιαξε ακόμα μια φορά αβοήθητος και μόνος.
Οταν όλα τελείωσαν , οι φρικαρισμένοι απο το προσφατο θέαμα χωριανοί άρχισαν να αποχωρούν σιωπηλά ένας ένας . Η σιωπή ήταν ανατριχιαστική , αλλά δεν υπήρχαν και πολλά να ειπωθούν . Ο Τσέρνομπόργκ είχε οριστικά στιγματιστεί ως ο "πούστης" , η "φτερού" ,ο "αυτός που τον γαμάν τα ζώα" , και τίποτα δεν θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό πιά . Όταν όλοι έιχαν απομακρυνθεί , ο τραγικός πατέρας πλησίασε αυτόν που στο εξής θα αποτελούσε την ντροπή της οικογενειάς του και τον έλυσε χωρίς να πεί λέξη.Δεν του ξαναμίλησε ποτέ απο τότε . Ο χρόνος πέρασε βαρειά και δύσκολα, αλλά με τον καιρό , ο Τσέρνομπόργκ μεγάλωσε κι έγινε δυνατός στο σώμα και στην σκέψη . Ήταν όμως αδερφή κι όλο το χωριό το ήξερε , αν και κανείς δεν τολμούσε να του το πεί κατάμουτρα, καθότι ήταν ο πιό μεγαλόσωμος και άγριος πολεμιστής στη φυλή . Όσοι προσπάθησαν να του υπενθυμήσουν το συμβάν με προσβλητικό τρόπο , δοκίμασαν μια εμπειρία παρόμοια με αυτή του Τσέρνομπόργκ , μόνο που αυτή τη φορά ο Βάρβαρος ήταν στη θέση της αρκούδας( κι εδώ που τα λέμε , μεγαλώνοντας, είχε αρχίσει να της μοιάζει κιόλας). Ακόμα κι ο Ίγκορ , που μέχρι πρότινος τον είχε στην καρπαζιά , δεν τολμούσε να τον πλησιάσει , αφενός γιατί φοβόταν τον παλαί ποτέ μικρό που πλέον είχε γίνει ολόκληρο γομάρι , αφεταίρου γιατί δεν ηθελε να λέει ο κόσμος πως έκανε παρέα με αδερφές . Τα χρόνια του βάρβαρου κυλούσαν μίζερα και ακόμα πιό μοναχικά απ'ότι πρίν , όμως είχε βρεί καινούργιο ενδιαφέρον στην εξάσκηση των όπλων και την πειθαρχία του ξίφους . Σύντομα είχε γίνει άριστος στον χειρισμό της μεγάλης σπάθας που κρατούσε και με τα δύο χέρια , και το μυαλό του άρχισαν να συνεπαίρνουν εντελώς διαφορετικά όνειρα σε σχέση με το παρελθόν . Η ψυχή του ζητούσε την περιπλάνηση στις χώρες του νότου , που λεγόταν πως ήταν πλούσιες κι ηλιόλουστες . Λαχταρούσε να βαφτίσει το ατσάλι του στα σωθικά άγνωστων ακόμα εχθρών , σε μελλοντικές μάχες σε κάποιους άλλους τόπους , μακρυνούς . Να σταθεί θριαμβευτής μπροστά σε πλήθη που θα τον δόξαζαν για το θάρρος , την ανδρεία και τον ηρωισμό του . Μπορεί ο κόσμος να τον έλεγε πούστη και ξεκωλιάρη , αλλα ο ίδιος είχε μεγάλα σχέδια για τον εαυτό του . Τί ήξεραν αυτοί άλλωστε; Ήταν απλώς ένα μάτσο χωριάτες , των οποίων ο κόσμος άρχιζε και τελείωνε στο μικρό κομμάτι γής που αποκαλούσαν πατρίδα τους . Ήταν ανίκανοι να δεχτούν τις ιδιεταιρότητές του και να αναγνωρίσουν τιην αξία του .
Στο τέλος το έσκασε νύχτα και κανείς δεν τον αναζήτησε . Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του έκανε τους πάντες να νοιώθουν άβολα , και κανείς δεν στεναχωρήθηκε ιδιέταιρα για την απώλειά του ,ούτε καν ο ίδιος του ο πατέρας . Ο Τσέρνομπόρκ είχε γίνει αφορμή να χαρακτηριστεί η Φυλή του Λύκου "πουστοχωριό" , και να γίνει δέκτης κοροιδευτικών σχολίων απο τις άλλες φατρίες (ειδικά απο την φυλή της Αρκούδας )κι αυτό ήταν κάτι το ασυγχώρητο . Έτσι λοιπόν , έφυγε προς αναζήτηση περιπέτειας στον νότο και τους έγραψε όλους στα παπάρια του , και πολύ καλά έκανε .
Με αυτή ακριβώς τη σκέψη , Βάρβαρος άνοιξε τα μάτια του ξανά , αντικρύζοντας τον ασπρομάλλη μάγο παρέα με τον Μόρικ , ο οποίος τον κοιτούσε με ανησυχία . "Είσαι καλά ρε μαλάκα ; Τί έβλεπες τόσες ωρες;" . Ο Τσέρνομπόργκ αγνόησε την ερώτηση και κοίταξε διαπεράστικά τον Κίρινταν που στεκόταν ακριβώς απο δίπλα . Πρέπει να είχαν περάσει αρκετές ώρες όσο ήταν λιπόθυμος , γιατί τώρα έβλεπε πως και οι τρέις τους βισκόντουσαν σε κάποιο δωμάτιο πανδοχείου , και απο το παράθυρο φαινόταν πως η νύχτα είχε πεσει για τα καλά. "Θές ακόμα να γυρίσεις στο χωριό σου παληκάρι μου ;" ,ρώτησε ο πρώην αυτοκράτορας και συνέχισε προσθέτοντας , "δεν προτιμάς να έρθεις ταξιδάκι παρέα με μας; " , ενώ μια υποψία πονηρού χαμογέλου χρωμάτιζε το ελαφρώς ρυτιδιασμένο και κουρασμένο του πρόσωπο . "Στ'αρκίντια μου όλα , τα ρτώ μαζί σου!!Ντεν ξαναγκιρνάου πίσου στους μαλάκις... " , απάντησε αποφασιστικά ο βάρβαρος , κουνώντας το κεφάλι του για να ξεζαλιστεί . "Έτσι σε θέλω καυλιάρη μου" , απάντησε ο Κίρινταν , "πάμε τώρα κάτω να σε κεράσω μπύρα " . Και με αυτά τα λόγια , άνοιξε την πόρτα και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά προς το ισόγειο , ενώ οι ήχοι του κεφιού και της διασκέδασης που έρχονταν απο κάτω άρχισαν σιγά σιγα να γεμίζουν τω φτωχικό δωμάτιο. " Πάμε να γκαμίσουμε..." , είπε ο Μόρικ , και συντροφιά με τον βάρβαρο δρασκέλισαν τα σκαλιά , οδεύοντας ολοταχώς προς αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε "a night to remember..."
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)