(Απόσπασμα)
Toυ Θεόδωρου Μαριόλη
Ορισμένα Χαρακτηριστικά της Ελληνικής και της Γερμανικής Οικονομίας
Από την επεξεργασία των Πινάκων του 2005 διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
(Χ1). Ο λόγος των συνολικών ακαθάριστων (προ φόρων-επιδοτήσεων) κερδών προς τους συνολικούς μισθούς ισούται με 134%. Στη Γερμανία ισούται με 54% και, άρα, στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιος. Ως γνωστόν, αυτός ο λόγος αποτελεί δείκτη του μαρξικού «ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης», και είναι τόσο υψηλότερος όσο είναι (i) υψηλότερη η μέση παραγωγικότητα της εργασίας, και (ii) μικρότερος ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο.
(Χ2). Η μέση παραγωγικότητα της εργασίας στη Γερμανία είναι 1.24 φορές υψηλότερη από αυτήν της Ελλάδας, ενώ ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο είναι σχεδόν διπλάσιος, δηλ. 1.88 φορές υψηλότερος (συγκεκριμένα, στη Γερμανία είναι 2427 ευρώ ανά μήνα και στην Ελλάδα είναι 1290 ευρώ ανά μήνα).[3] Συνεπώς, το «ποσοστό εκμετάλλευσης» στην Ελλάδα δεν είναι υπερδιπλάσιο επειδή η μέση παραγωγικότητα είναι υψηλή, αλλά επειδή ο μέσος μισθός είναι χαμηλός. Εάν στη Γερμανία ίσχυε ο μέσος ελληνικός μισθός, τότε το «ποσοστό εκμετάλλευσης» θα ήταν 190%.
(Χ3). Στη Γερμανία, το μερίδιο των μισθών στο καθαρό προϊόν, το οποίο ισούται με το λόγο του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο προς την παραγωγικότητα της εργασίας (γνωστό και ως «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος»), είναι περίπου 1.5 φορές υψηλότερο από αυτό της Ελλάδας, δηλ. 65% έναντι 45%.
(Χ4). Στην Ελλάδα, οι συνολικοί μισθοί αποτελούν το 50% των καταναλωτικών δαπανών του συνόλου των νοικοκυριών. Στη Γερμανία αποτελούν, περίπου, το 100% και, άρα, τα ακαθάριστα κέρδη είναι περίπου ίσα με το άθροισμα των κρατικών καταναλωτικών δαπανών, των καθαρών επενδύσεων και των καθαρών εξαγωγών (εξαγωγές μείον εισαγωγές). Συνεπώς, σε αντίθεση με τη Γερμανία, στην Ελλάδα το ήμισυ της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν προέρχεται από τους μισθούς, και θα πρέπει να προέρχεται κυρίως από τα κέρδη παρά από τις μεταβιβαστικές πληρωμές του δημοσίου για κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια (αλλά απαιτείται πρόσθετη έρευνα για να διαπιστωθεί αυτό). Τέλος, στην Ελλάδα οι κρατικές καταναλωτικές δαπάνες αποτελούν το 20% του συνόλου των καταναλωτικών δαπανών (και το 21% του καθαρού προϊόντος), ενώ στη Γερμανία αποτελούν το 26% (και το 24% του καθαρού προϊόντος).[4]
Δεδομένων αυτών των τεσσάρων χαρακτηριστικών μπορούμε να αντλήσουμε τρία βασικά συμπεράσματα για την ελληνική οικονομία:
(Σ1). Η κατανομή του εισοδήματος είναι έντονα υπέρ των κερδών και, άρα, εις βάρος των μισθών. Με αυτό δεν εννοώ, βέβαια, ότι υπάρχει «ανισοκατανομή» (έννοια που στερείται, κατά την άποψή μου, νοήματος), αλλά ότι το «ποσοστό εκμετάλλευσης» είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τη Γερμανία (τα στοιχεία του 1997-1998, στα οποία αναφέρθηκα στην αρχή του παρόντος κειμένου, δείχνουν ότι αυτό ισχύει και σε σχέση με την Ισπανία και την Φινλανδία).
(Σ2). Η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεροποιήσει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό βάσει της παραγωγικότητάς της, επειδή είναι συγκριτικά χαμηλή. Και ούτε το μπορεί, φυσικά, βάσει νομισματικής, συναλλαγματικής, δημοσιονομικής ή εμπορικής πολιτικής, ακριβώς επειδή είναι ενταγμένη την ΕΕ. Συνεπώς, το επιχειρεί βάσει μονομερούς εισοδηματικής πολιτικής, δηλ. εις βάρος των μισθών. Ωστόσο, δεν το κατορθώνει, όπως δείχνουν τα εμπειρικά δεδομένα: σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση της Τράπεζα της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σσ. 137-138), όλοι οι διαθέσιμοι δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας καταγράφουν, από το 1987-1988, συνεχή μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας (εξαιρείται μόνον η περίοδος 1998-2000, όπου η υποτίμηση της δραχμής δεν έπαιξε ασήμαντο ρόλο στην αντιστροφή της τάσης, όπως εξάλλου είχε υποστηριχθεί ante factum στο Μαριόλης et al., 1996). Και στην ίδια ακριβώς κατάσταση με την Ελλάδα βρίσκονται η Σλοβακία, η Ισπανία και η Ιρλανδία. Να τονισθεί εδώ ότι, σε αντίθεση με ό,τι έχει υποστηριχθεί από ορισμένους, η Γερμανία δεν στηρίζει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό σε μειώσεις μισθών: ένα κλάσμα, εν προκειμένω ο λόγος του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο προς την παραγωγικότητα της εργασίας, δηλ. το «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος» (το οποίο αποτελεί, ιδίως σε μία ζώνη ενιαίου νομίσματος, σημαντικό δείκτη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας), είναι δυνατόν να μειώνεται ακόμα κι όταν αυξάνονται και ο αριθμητής και ο παρανομαστής, αρκεί ο πρώτος να αυξάνεται ποσοστιαία λιγότερο από ό,τι αυξάνεται ο δεύτερος. Και, αυτό ακριβώς συνέβη, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ,[5] στη Γερμανία κατά την περίοδο 2005-2008, όπου οι μισθοί ανά εργαζόμενο δεν μειώθηκαν σε καμία υποπερίοδο, ενώ το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώθηκε σε ορισμένες υποπεριόδους. Εν κατακλείδι, η Ελλάδα επιχειρεί να στηριχθεί, κυρίως, στους χαμηλούς μισθούς, και δεν το κατορθώνει, ενώ η Γερμανία στηρίζεται, κυρίως, στην υψηλή παραγωγικότητά της, και το κατορθώνει. Τέλος, έχει επίσης υποστηριχθεί ότι τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας εκφράζουν, τρόπον τινά, το δυναμισμό της. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι εξωτερικό έλλειμμα δεν σημαίνει κατανάγκην χαμηλή ανταγωνιστικότητα: η διαχρονική εξέλιξη του εν λόγω ελλείμματος εξαρτάται από τους ρυθμούς μεγέθυνσης της ημεδαπής και της αλλοδαπής, τις αντίστοιχες ροπές προς εισαγωγές, τις αντίστοιχες συνθέσεις των ΑΕΠ, την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και, τέλος, την ελαστικότητα των εισαγωγών-εξαγωγών σε μεταβολές της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Όλοι όσοι, όμως, επιμένουμε να θεωρούμε τα ελλείμματα του ελληνικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως το θεμελιώδες ζήτημα επικαλούμαστε, κυρίως, (i) τους προαναφερθέντες δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, και (ii) το γεγονός ότι η όποια ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίζεται, όπως δείχνουν τα στοιχεία, σε τομείς που είναι προστατευμένοι από το διεθνή ανταγωνισμό ή/και χαμηλής έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας (εμπόριο, κατασκευές, αγροτικός τομέας και είδη τροφίμων, εκπαιδευτικές και υγειονομικές υπηρεσίες – βλ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2010, σσ. 140-142, και εφημερίδα Νέα, 24-25/10/2009, σσ. 40-41). Έτσι, δεν προκαλεί καθόλου έκπληξη η εκτίμηση ορισμένων μελετητών (και του ΔΝΤ) ότι η συμπίεση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ως ποσοστού του ΑΕΠ) από τα σημερινά επίπεδα του 15% στο επίπεδο του 3.8%, το οποίο θεωρείται (ή, καλύτερα, υποτίθεται) διατηρήσιμο, προαπαιτεί υποτίμηση σε πραγματικούς όρους της τάξης του 45%, η οποία, εφόσον υπάρχει ενιαίο νόμισμα και ελευθερία στην κίνηση των χρηματικών κεφαλαίων (άρα, τάση εξίσωσης του επιτοκίου), και εφόσον η οικονομία υστερεί σε παραγωγικότητα, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον με συμπίεση του μισθού ανά εργαζόμενο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου