Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ (διήγημα του Φώτιου Α. Πρέκα)

Ο κολλητός μου , ο Φώτης , ο καλλιτέχνης , ο ανώμαλος , ο ανθρωπος....
Εκεί που μαλακίζονταν και κόντευε να χύσει , του ήρθε και η έμπνευση το έπος για να αρχίσειειειιειει...
Το δημοσιέυω εδώ , ελπίζοντας να μην σας κόψει η χέσα (Θα καταλάβετε σύντομα το λόγο...)

Ιντζόη...

ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ

(διήγημα του Φώτιου Α. Πρέκα)

Ο Ιάκωβος Κακαλής……..
Ήταν ένας τύπος που έτρωγε μόνο σκάτα και έβγαζε φαγητό από τον κώλο .Έχεζε τροφές χωρίς να χάσουν ούτε μια από τις βιταμίνες τους και ζεστές σαν να είχαν βγει μόλις τώρα από την κατσαρόλα . Σαν καλός χριστιανός που ήταν , κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία τάιζε τους φτωχούς της ενορίας με τις τροφές που έβγαζε από τον κώλο .
Όλοι τον αγαπούσανε .
Γυναίκα δεν είχε -ήταν λίγο σκατόφατσας- αλλά ούτε και παιδιά . Έμενε μόνος του στο τέρμα της πόλης μαζί με τον βάτραχο του τον «Κουάξ» .
Πολλές φιλίες δεν είχε μόνο με μια γειτόνισσα την Όλγα οπού τον γούσταρε .Αυτός όχι. Είχε κάνει αρκετές φορές έρωτα μαζί της , όχι βέβαια πρωκτικό . Θεωρούσε τον κώλο «πηγή ζωής» .
Δούλευε σε εκκενώσεις βόθρων και έτσι εξασφάλιζε χρήματα για να ζήσει και σκατά για να φάει .
Ένα βράδυ…… μετά από διασκέδαση σε κοσμικό μπαρ της πόλης , καθώς πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι , τον έπιασε μια τρελή λιγούρα .Τα μάτια του από την πείνα θόλωσαν , στο μυαλό του γύριζαν μικρά και αφράτα σκατουλάκια . Δεν ήξερε τι να κάνει . Άρχισε να μπαίνει από εστιατόριο σε εστιατόριο μπας και δεν έχουν καθαρίσει καμία λεκάνη τουαλέτας . Όλες καθαρές . Κανένα ίχνος σκατούλας . Κόντεψε να λιποθυμήσει από την πείνα .Η γεύση της κουράδας τον έχει εθίσει .Όμως η τύχη του χαμογέλασε .Σε ένα σκοτεινό σοκάκι διέκρινε μια σκατούλα να του λέει «φάε με».Το πρόσωπο του έλαμψε . Με γρήγορα βήματα έφτασε έως εκεί . Ήταν υπερφυσικά μεγάλη , γύρω στα 4 κιλά . Σκέφτηκε για μια στιγμή ότι ήταν πάνω στον δρόμο και σίγουρα θα ήταν βρόμικη .Γονάτισε και είπε…..
«Δεν γαμίεται θα την φάω.»
Την έφαγε με λαχτάρα και συνέχισε τον δρόμο του για το σπίτι .
Η τετράκιλη σκατούλα όμως του δημιούργησε στομαχικές διαταραχές για τον κοινό λαό γνωστό και σαν «κόψιμο» .Από την αναζήτηση τροφής έφτασε στην φάση του «εδώ και τώρα χεσίμο» .
Ήταν τυχερός .Βρήκε ένα χωράφι ήσυχο , χωρίς αγκάθια για να υπάρχει κίνδυνος να του τρυπήσουν την κωλοτρυπήδα του. Κατέβασε γρήγορα το παντελόνι και αμόλησε δύο κλανίδια πριν βγει η τροφή .
Όμως κάτι περίεργο συμβαίνει . Δεν βγήκε από τον κώλο του ούτε ντολμαδάκια ούτε μπριζόλα αλλά ούτε και όσπρια .Η θαυματουργή κωλοτρυπίδα του ξέβρασε ένα ανθρώπινο νεκρό σώμα .Οι αιμορροΐδες του πονέσανε .Μαζί και η ψυχή του .

«Το κακόμοιρο το παιδί ,κάποιος ανώμαλος κανίβαλος το τηγάνισε και το έφαγε» είπε . «Είναι δεν είναι 78 χρονών» ξαναείπε .Το κατάλαβε από την μασέλα και από το ζάρωμα του πέους .
Από το πουθενά ακούστηκε μια σειρήνα περιπολικού . Το «ίου ίου» τον έκανε ανίκανο να αντιδράσει και να σκεφτεί οτιδήποτε .Δύο οπλισμένοι αστυνομικοί εμφανίστηκαν και του φορέσανε χειροπέδες . «Σε πιάσαμε αλήτη τελικά , η μάνα του 78 χρόνου θα χαρεί πολύ» είπαν οι μπάτσοι.
Άντε να αποδείξει ο Ιάκωβος τώρα ότι δεν τον σκότωσε αλλά τον έχεσε .
Μπλέξιμο.......μεγάλο μπλέξιμο .
Η δίκη θα γινόταν στης 17 Μαρτίου δηλαδή ανήμερα της 18 Μαρτίου και μια μέρα μετά της 16 Μαρτίου . Μέχρι τότε τον είχανε σε ένα σκοτεινό κελί , δεμένο από το τρίτο δάχτυλο του αριστερού του ποδιού και από μια τρίχα που έχει στο δεξί του κωλομάγουλο . Του έλειπε το σκατό . Έμεινε 12 μέρες χωρίς να φάει τίποτα .Είχε κιτρινίσει ολόκληρος .Όλοι την μέρα τον μαστιγώνανε και του βγάζανε τις τρίχες από την μύτη .Τα βράδια -όποτε κοιμότανε- έβλεπε το ίδιο περίεργο όνειρο. Καβαλούσε τον βάτραχο του και ταξίδευε σε τόπους μακρινούς όπου κουράδες κρεμόντουσαν από δέντρα και θάλασσες από ευκοίλια .Η απόλυτη ευτυχία .
Όμως......
Ιάκωβε ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις , σήμερα αρχίζει η δίκη .
Το δικαστήριο είχε πλημμυρίσει από κόσμο. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου όταν είδα τον Ιάκωβο να καταδικάζεται σε 27 φορές ισόβια .Οι παρακάτω γραμμές θα περιγράψουν το τι έγινε εκείνη την καταραμένη μέρα .
-Δικαστής- «Να σηκωθεί ο κατηγορούμενος»
-Όχλος- «ουουουουυουου»
-Δικαστής- «Τι έχεις να πει κατηγορούμενε ?»
- Ιάκωβος- «Είμαι αθώος»
-Δικαστής- «Καλά , καταδικάζεται σε 27 φορές ισόβια»
-Όχλος- «γιούπιιιιιιιιι!!!!!»
-Δικαστής- «ΠΑΡΤΕ ΤΟΝ!!»
Οι χειροπέδες ξαναφορέθηκαν στα κιτρινισμένα χέρια του Ιάκωβου , το πλήθος του έριχνε καντήλια –ευτυχώς ήταν χωρίς λάδι- και ο δικηγόρος του , κοιτούσε την γωνία στο ταβάνι σαν να έψαχνε τον Θεό τυλιγμένο σε έναν ιστό αράχνης . Μόνο η Όλγα έκλεγε ...... μόνο αυτή .
Έναν όχημα της αστυνομίας που περίμενε έξω από το δικαστήριο, τον συνόδευσε στην νέα του κατοικία .Στις φυλακές «Μαργαρίτα μήπως κλαίς ? » .
Σε αυτό τουλάχιστον ήταν τυχερός.
Οι φυλακές «Μαργαρίτα μήπως κλαίς ? » εφαρμόζουν ένα νέο πρωτοποριακό σύστημα σωφρονισμού που όμοιο του δεν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη .Δίνουν σε κάθε κρατούμενο μια τάπα πρωκτοασφαλείας για να αποφεύγονται οι βιασμοί και μια μαργαρίτα για να βλέπουν άμα γυναίκες τους ,τους αγαπάνε ακόμα (με αγαπάει ,δεν με αγαπάει).Κάθε μήνα τους δίνουν και από μια καινούργια .
Ο Ιάκωβος συγκατοικούσε στο ίδιο κελί με ακόμα 3 άτομα.Τον Δαλάι Ούγκ όπου ήταν φακίρης και γνωστός και σαν καράφλας , τον Κωστάκη που ήταν 7 χρονών και τον Κλειδαρά που ήταν αγρότης .
Ο Δαλάι Ούγκ είχε μπει στην φυλακή επειδή είχε ξεχάσει το κρεβάτι του με τα καρφιά στην μέση του δρόμου με αποτέλεσμα να γίνει πολύνεκρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα , ο Κλειδαράς είχε χασισοκαλλιέργιες σε κάποιο νησί –νομίζω στην Λήμνο- και ο Κωστάκης βίαζε την καθυστερημένη ανάπηρη μάνα του .
Με τον Δαλάι Ούγκ και τον Κωστάκη έκανε καλή παρέα ,τα θεωρούσε καλά παιδιά .Τον Κλειδαρά όμως δεν τον γούσταρε καθόλου , τον χαρακτήριζε σαν «δολοφόνο της νεολαίας» .
Οι μέρες στην φυλακή περνούσαν ήρεμα . Ξυπνούσε στις 7 το πρωί οπού τους έπαιρνε αναφορά ο δεσμοφύλακας ,ύστερα πήγαινε στις τουαλέτες για φαγητό , στις 10 πάλι στις τουαλέτες για να τις «καθαρίσει» ,το μεσημέρι και το απόγευμα κουβεντούλα και βόλτα στο προαύλιο και το βράδυ έκανε στοματικό έρωτα σε ισοβίτες .Ήταν αδύνατον να το αποφύγει .
Του έλειπε η ζωή του όμως έξω από την φυλακή . Ο βάτραχος του , η δουλεία του μέχρι και η Όλγα .Πολλές φορές κοίταζε από το παράθυρο της φυλακής και έβαζε τα κλάματα . Σκεφτόταν πολλές φορές άμα υπάρχει Θεός άλλα αμέσως τα λόγια του παπά-Γιάννη στροβιλίζανε στο μυαλό του. «Ο Θεός είναι αληθινός και υπάρχει , τον είδα» . «Γιατί να μου πει ψέματα ?» αναρωτιόταν .
Ένα βράδυ καθώς έπαιζε «μακριά γαϊδούρα» με τους άλλους φυλακισμένους –χε χε ωραίο παιχνίδι- τον έπιασαν τρομεροί πόνοι στο στομάχι . Κάτι από μέσα σαν να ήθελε να βγει . Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει . Με βαθιές ανάσες προσπάθησε να αποβάλει τον πόνο.
Ο Δαλάι Ούγκ και ο Κωστάκης τον μεταφέρανε έως στο γιατρό της φυλακής . Μαζί του θα ζήσουν ένα ανεξήγητο φαινόμενο πέρα κάθε λογικής .
«Γρήγορα γρήγορα ξαπλώστε τον στο κρεβάτι» τους είπε ο γιατρός .
«Γιατρέ νοιώθω το στομάχι μου σαν να το κλώτσαει ένας ζωντανός οργανισμός από μέσα ...... Τώρα κατευθύνεται προς το παχύ έντερο.... .Τι πόνος είναι αυτός !!..... Προσπαθεί βγει από τον πρωκτό μου !!» Όλοι περιμένανε να δούνε τι σκατά θα βγει από τον κώλο του Ιάκωβου .
Ένα παιδί....ένα όμορφο κοριτσάκι είχε «γεννηθεί». Το κλάμα του πάγωσε την φυλακή .
Ο Ιάκωβος πλέον δεν πονάει και κρατάει στην αγκαλιά του το παιδί . «Θα το ονομάσω Μαργαρίτα , όπως το όνομα της φυλακής» είπε .
«Καλά αυτό πως μπορεί να έχει γίνει ? Είναι άντρας !» ήταν τα λόγια του γιατρού . Ο Ιάκωβος χαμογέλασε και είπε στον γιατρό την ιδιαιτερότητα που έχει . «Ίσως γιατρέ το σπέρμα από τον στοματικό έρωτα που κάνω κάθε βράδυ στους ισοβίτες σε συνδυασμό ότι μια φορά καταλάθος έφαγα μια ματωμένη σερβιέτα στις τουαλέτες του προσωπικού της φυλακής έφεραν αυτό το αποτέλεσμα» , κανείς δεν ξέρει . Ο Ιάκωβος πήρε το δρόμο προς το κελί του . Τώρα εκτός από τον εαυτό του έπρεπε να φροντίζει και την μικρή Μαργαρίτα.Είναι πλέον πατέρας μαζί και μητέρα ......ίσως και τίποτα από τα δύο .
Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στην φυλακή . Όλοι πλέον κοιτούσαν τον Ιάκωβο πιο ανθρώπινα .Μέχρι και οι ισοβίτες . Αλλά όχι και ο διοικητής της φυλακής .
Ο Σταμάτης Πέρδικας θεωρείται από τους πιο σκληρούς διοικητές που πέρασαν . Φήμες λένε ότι έχει στην φυλακή ένα προσωπικό χώρο γεμάτο εργαλεία βασανισμού και περνάει την ώρα του εκεί βγάζοντας τα νύχια των κρατούμενων και κόβοντας τα γεννητικά τους όργανα .
«Θέλω τον Ιάκωβο Κακαλή στο γραφείο μου !»
Δύο δεσμοφύλακες τον συνοδεύσανε μέχρι το γραφείο του διευθυντή .Πάνω στο γραφείο του είχε αραδιασμένα χαρτιά καθώς και μια φωτογραφία με την γυναίκα του .Αυτός κοιτούσε από το παράθυρο χωρίς να του δώσει προσοχή . Μετά από λίγα λεπτά αναμονής , στράφηκε προς το μέρος του Ιάκωβου και του είπε .
«Κάτσε»
Ο Ιάκωβος κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το γραφείο του διευθυντή .
«Έμαθα ότι γέννησες ένα κοριτσάκι . Είναι πραγματικά περίεργο αλλά έγινε και είναι ένα χαρούμενο γεγονός για το σωφρονιστικό μας ίδρυμα . Θα έλεγα δώρο θεού γιατί εγώ και η γυναίκα μου δεν καταφέραμε ποτέ να κάνουμε ένα παιδάκι . Θα σου προσφέρω τα πάντα για να βελτιώσω την ζωή σου εδώ μέσα αρκεί να μου δώσεις το παιδί .....
«Όχι κύριε αυτό δεν γίνεται» απάντησε ο Ιάκωβος .
«Καλά δεν θα σε ρωτήσω κιόλας , πάρτε τον στο δωμάτιο βασανιστηρίων και φέρτε το παιδί του σε μένα !»
«Όχιιιιιιιιι!!!!» ήταν η τελευταία λέξη του Ιάκωβου πριν τον σκοτώσουν .
Ο θάνατος του μαθεύτηκε γρήγορα στην φυλακή . Ο Δαλάι Ούγκ από την στεναχώρια του αυτοκτόνησε , ο Κωστάκης το έριξε στο αλκοόλ και στον χριστιανισμό ενώ ο Κλειδαράς μαζί με τους ισοβίτες ασέλγησαν στο νεκρό κορμί του Ιάκωβου για τελευταία φορά .
Κηδεία δεν έγινε , άνοιξαν έναν λάκκο στο προαύλιο της φυλακής και τον πέταξαν μέσα μαζί με τον αγαπημένο του βάτραχο τον «Κουάξ» .
Τώρα το πνεύμα του Ιάκωβου Κακαλή περιπλανιέται σε μια διάσταση που κανένας ζωντανός οργανισμός δεν ξέρει .

Βλέπει πολύχρωμα φώτα να φεύγουν σαν να είναι τρομαγμένα και γέλια μικρών παιδιών να του τρυπάνε τα αφτιά . Γονάτισε και είπε μια προσευχή που του είχαν μάθει όταν ήταν μικρός αλλά τίποτα .Τα γέλια από τα μικρά παιδιά δυνάμωναν . Δεν άντεξε άλλο και πέθανε . Τελικά μετά τον θάνατο υπάρχει θάνατος .
Τώρα δεν είναι τίποτα , ούτε πνεύμα , ούτε ψυχή . Έγινε μια μικρή κουκίδα άμμου και έπεσε στην Γή . Η φύση τίποτα δεν αφήνει να πάει χαμένο . Το νέο του σπίτι βρίσκεται σε μια χωματερή κάπου στην Λήμνο .Εκεί δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από σκουπίδια . Ένας εργάτης πετάει από μια σκουπιδιάρα τα τελευταία σκουπίδια πριν σχολάσει . Ένας δυνατός αέρας σήκωσε σκόνη και μαζί και τον Ιάκωβο όπου κόλλησε στα μαλλιά του εργάτη .Θα ήθελε πολύ να χαιρετήσει από εκεί ψιλά τις άλλες πετρούλες άλλα δεν έχει χέρια . Το ταξίδι του δεν κράτησε πολύ , το σπίτι του Μανώλη του σκουπιδιάρη ήταν εκεί κοντά .
Μπήκε στο σπίτι φίλησε στον στόμα τον σύντροφο του τον Κυριάκο και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο . Πριν το ντουζ πάντα έκανε το «χοντρό» του , γνωστό σε όλο τον κόσμο και σαν χέσιμο . Εκείνη την στιγμή ο Ιάκωβος , η μικρή κουκίδα άμμου , έφυγε χωρίς να το θέλει από τα μαλλιά του Μανώλη και έπεσε πάνω σε μια σκατούλα μέσα στην λεκάνη. Μαζί της ταξίδεψε μέχρι τον βόθρο . Ο Ιάκωβος , η μικρή κουκίδα άμμου άρχισε να μεγαλώνει ! Στην αρχή έγινε μια μεγάλη πέτρα οπού έσπασε σαν αβγό . Μέσα της ένα μωρό οπού λεπτό με το λεπτό μεγάλωνε .Η αναγέννηση του Ιάκωβου Κακαλή δεν άργησε να γίνει . Έφτασε μέχρι την ηλικία οπού είχε πεθάνει , δυνατός και έτοιμος για εκδίκηση .
Τα χρόνια είχαν περάσει και η κοινωνία είχε αλλάξει προς το χειρότερο . Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε μπει για τα καλά στην ζωή του κάθε πολίτη .Πλούσιοι αναρχικοί για να περάσουν την ώρα τους καταστρέφουν ότι βρουν μπροστά τους και μπάτσοι να σκοτώνουν δίχως δισταγμό . Αμέτρητες κάμερες στους δρόμους να παρακολουθούν την κάθε κίνηση . Ο υπόλοιπος κόσμος απλά πεινούσε , δεν έχει χρήματα ούτε καν για τα απαραίτητα .Δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ .
Ο Ιάκωβος Κακαλής όταν έμαθε ότι είχαν περάσει 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που τον είχε σκοτώσει ο διεφθαρμένος διευθυντής της φυλακής
Σταμάτης Πέρδικας φρίκαρε . Η αγαπημένη του κόρη Μαργαρίτα είναι πλέον συνομήλικη του και πολύ δύσκολα θα την έβρισκε . Όμως ήταν αποφασισμένος να την βρει . Πριν κάνει οποιαδήποτε σκέφτηκε να περάσει πρώτα από το σπίτι του για να ξεκουραστεί μερικές ώρες . Οι δρόμοι της πόλης είχαν αλλάξει και οι τεράστιες πολυκατοικίες είχαν αντικαταστήσει τα σπιτάκια με τις αυλές .
«Άραγε πως θα βρω το δικό μου σπίτι?» αναρωτήθηκε . Η απάντηση δεν θα αργήσει να έρθει .

Το σπίτι του το βρήκε ακριβώς όπως το άφησε . Πάλι καλά . Τράβηξε το χαλάκι της εξώπορτας οπού πάντα έκρυβε τα κλειδιά εκεί και για καλή του τύχη τα βρήκε . Άνοιξε την πόρτα βιαστικά . Εσωτερικά το σπίτι ήταν τακτοποιημένο . Άνοιξε τα παράθυρα για να μπει λίγο καθαρός αέρας . Κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα και έβαλε στο πικάπ ένα δίσκο των Def Leppard . Η μελωδία της rock μουσικής συνοδεύτηκε και με ένα ποτήρι ουίσκι . Είναι πολύ κουρασμένος . Τα βλέφαρα του είχαν αποφασίσει να κλείσουν άλλα το κουδούνι τις εξώπορτας τους χαλάει τα σχέδια .Ποιος να είναι άραγε ? Ο Ιάκωβος αναστατώθηκε , από το μυαλό του πέρασαν χίλιαδυο άσχημα πράγματα . Ανακουφίστηκε όταν άνοιξε την πόρτα και είδε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα .
«Ιάκωβε ? Δεν το πιστεύω ! Εσύ είσαι ? Νόμιζα ότι πέθανες !»
« Ποιά είσαι ?» της απάντησε ο Ιάκωβος .
« Η Όλγα η παλιά σου φίλη ! Που ήσουν όλα αυτά τα χρόνια ?»
«Όλγα μου !» την αγκαλιά και την φίλησε (χωρίς γλώσσα) .
« Άμα σου πω τι πέρασα όλα αυτά τα χρόνια δεν θα με πιστέψεις . Καλά πως κατάλαβες ότι επέστρεψα ?»
« Κάθε μέρα περνάω έξω από το σπίτι σου , κάθομαι στο πλατύσκαλο και κλαίω . Ξέρεις καλά ότι σε αγαπούσα»
«Το ξέρω Όλγα μου ....... το ξέρω . Έλα πέρασε μέσα στο σπίτι μου»
Κάθισαν πολλές ώρες μαζί αναπολώντας τα χρόνια που περάσανε . Ο Ιάκωβος της εμπιστεύτηκε ότι είχε μια κόρη και ότι από εδώ και πέρα ο σκοπός της ζωής του είναι να την βρει . Φάγανε μαζί , η Όλγα έχεσε σε ένα πιάτο και αυτός αφόδευσε μια τηγανιά . Δύο αρωματικά κεριά κάνανε ευχάριστη την ατμόσφαιρα και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί έφερε το χαμόγελο . Στο τέλος την παρακάλεσε να του κάνει στοματικό έρωτα και αυτή δεν είπε όχι . Η Όλγα έφυγε αργά το βραδύ και ο Ιάκωβος ξάπλωσε στο κρεβάτι του μετά από τριάντα χρόνια . Μια νέα μέρα ξημερώνει .......
Μια ακτίνα ηλίου του τρύπησε το δεξί μάτι και ξύπνησε .Έξυσε λίγο το πέος του και πήρε τον δρόμο για την τουαλέτα . Ντύθηκε , ήπιε ένα καφέ και βγήκε έξω . Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να περάσει από την φυλακή μήπως και μάθαινε κάτι για τον Σταμάτη Πέρδικα , τον αδίστακτο διευθυντή που του έκλεψε την κόρη .Όμως όταν έφτασε εκεί είδε ότι φυλακή δεν υπήρχε . Ένα δάκρυ κύλησε στο δεξί του μάγουλο . Όλη αυτή η έκταση είχε γίνει βιβλιοθήκη .
« Έλα ρε φιλαράκι , γιατί κάθεσαι και χαζεύεις την βιβλιοθήκη ? Άμα θέλεις να της ρίξεις καμιά μολότοφ είμαστε και εμείς μέσα!»
Ο Ιάκωβος γύρισε το κεφάλι του και είδε δύο άτομα .
«Ποιοι είσαστε εσείς ?» τους ρώτησε .
«Έλα ρε μουνί , δεν πιστεύω να είσαι μπάτσος ?» του απάντησε ο άλλος .
«Όχι δεν είμαι . Εδώ παλιά υπήρχε μια φυλακή και ήμουνα κρατούμενος σε αυτήν . Τώρα ψάχνω να βρω την κόρη μου .»
«Οοοοο ρε φιλαράκι και εσύ κατά του νόμου είσαι . Γαμώ ! Έλα μαζί μας . Μπορεί και να σε βοηθήσουμε .....»
Ο Ιάκωβος τους ακολούθησε , περπάτησαν αρκετά και μπήκανε σε μια κατάληψη .
Φώτης και Αλέκος λέγονται τα δύο παιδιά που γνώρισε τυχαία έξω από την βιβλιοθήκη . Ο Φώτης ήταν πρώην στρατιωτικός και τα παράτησε για να ενταχθεί στον Επαναστατικό Αγώνα Ενάντια Σε Ότι Τους Εκνευρίζει . Ο Αλέκος πάλι μια ζωή έξυνε τα αρχίδια του σαν πλούσιος φοιτητής που ήταν . Αυτός είχε ενταχθεί στο Επαναστατικό Αγώνα Κατά Της Ελληνικής Αστυνομίας (μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι) .Καλά παιδιά φαίνονται .
Μέσα στην κατάληψη υπήρχε ένα μικρό καφενείο οπού κάθισαν εκεί για να τα πουν . Μαζί τους κάθισε και Χρυσός –περίεργο όνομα- οπού αυτός ήταν στον Επαναστατικό Αγώνα «Δεν Γουστάρω Τον Πατέρα Μου Και Του Καίω Την Τράπεζα Του» . Οι τέσσερις τους κάνανε μια πολύ σοβαρή και σε βάθος κουβέντα .
Ιάκωβος « Ρε παιδιά εσείς για ποιο σκοπό τα κάνετε όλα αυτά ?»
Φώτης « Το κράτος ρε Ιάκωβε ... το κράτος»
Αλέκος «και οι μπάτσοι»
Χρύσος «εγώ πιστεύω ότι το χρήμα φταίει για όλα»
Ιάκωβος «Ναι ρε παιδιά .... δεν διαφωνώ..... αλλά με την βία δεν γίνεται τίποτα»
Χρύσος «Αφού δεν βάζουν μυαλό τα μουνιά , οι μπάτσοι μας βαράνε και εμείς τι θες να κάνουμε ? Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια ?
Αλέκος «Και η Αμερική αυτή η σκατοχώρα που να πεθάνουν όλοι τους»
Ιάκωβος « Οκ , μπορούμε να αλλάξουμε κουβέντα όχι ότι δεν με νοιάζουν αυτά που λέτε αλλά με νοιάζει πιο πολύ να βρω την κόρη μου»
Φώτης «Ναι ρε φιλαράκι , μισό λεπτό να φέρω το laptop να ψάξουμε στο internet»
Ιάκωβος «Ωραία»
Φώτης « Για να δούμε ..... πως λέγεται η κόρη σου?»
Ιάκωβος « εεε.... θα πρέπει να λέγεται Μαργαρίτα Πέρδικα.»
Φώτης «Ρε μεγάλε αύτη είναι η γυναίκα του πρωθυπουργού!»
Ιάκωβος « Όπα μισό λεπτό.... για ψάξε για τον υποτιθέμενος πατέρας της ...... Σταμάτης Πέρδικας λέγεται..
Αλέκος «Καλά που ζεις ? Αυτός είναι ο υπουργός δημόσιας τάξης!»
Ιάκωβος «Κατάρα , τώρα τι θα κάνω ρε γαμώτο ? Παιδιά πρέπει να φύγω .... θα τα ξαναπούμε ελπίζω σύντομα .»
Ο Ιάκωβος έφυγε από την κατάληψη με σκυμμένο το κεφάλι . Έχει βρεθεί σε απόγνωση.... πραγματικά δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει . Άρχισε να μισεί τους πάντες και τα πάντα . Σκέφτηκε ότι η ζωή του πλέον δεν έχει κανένα νόημα . Καλύτερα να της δώσει ένα τέλος .
Η μοναξιά που έχει στην ψυχή του δεν πρόκειται ποτέ να σβήσει .
Ανέβηκε στην ταράτσα ενός ψηλού κτηρίου , έκλεισε τα μάτια του και πήδηξε στο κενό . Ένα αγροτικό φορτηγάκι έτυχε να περνάει εκείνη την στιγμή και ο Ιάκωβος Κακαλής έπεσε πάνω στο άχυρο που είχε φορτωμένο . Για καλή ή για κακή του τύχη δεν σκοτώθηκε .Έφτυσε μερικά άχυρα που είχε στον στόμα και άρχιζε να φωνάζει τον οδηγό να σταματήσει για να κατεβεί αλλά αυτός είχε δυνατά το καινούργιο cd του Τερλέγκα και δεν τον άκουγε . Βγήκαν έξω από την πόλη και πήραν την εθνική οδό . Το ταξίδι τους κράτησε τέσσερις ολόκληρες ώρες ώσπου έφτασαν σε ένα μακρινό ορεινό χωριό .
«Ποιος είσαι εσύ ?» Ήταν τα πρώτα λόγια του γιδοβοσκού μόλις είδε τον Άγγελο πάνω στη καρότσα .
«Εεε … Ιάκωβος ….. Ιάκωβος Κακαλής λέγομαι και πραγματικά σου ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση»
«Καλά….. και τι γυρεύεις πάνω στην καρότσα μου ?»
«Άσε αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία» του απάντησε ο Ιάκωβος .
«Εντάξει φιλέ …. Έλα κατέβα από την καρότσα και πάμε σπίτι να τα πούμε καλύτερα .
Σάκης Τσαλουχίδης το όνομα του γιδοβοσκού . Ένας όμορφος τριανταπεντάρης με το πιο γλυκό χαμόγελο που έχω δει στην ζωή μου . Το σώμα του χωρίς καμιά ατέλεια .Το αλέτρι και το άρμεγμα έκαναν καλά την δουλειά τους -γεια σου αγροτιά με τα όμορφα αγόρια σου !-
Το μόνο άσχημο πάνω του ήταν το καπέλο του ναύτη που φορούσε και ποτέ δεν το έβγαζε από το κεφάλι του .
«Σε ευχαριστώ πολύ Σάκη που με δέχτηκες στον σπίτι σου .» Ήταν τα πρώτα λόγια του Ιάκωβου μόλις κάθισε στο τραπέζι του σπιτιού του Σάκη . Με την συνοδεία ενός γάλατος , ο Ιάκωβος διηγήθηκε στον Σάκη περιληπτικά την ιστορία του. Η έκπληξη ήταν ζωγραφισμένη στο βλέμμα του .
«Γίνονται αυτά τα πράγματα στον κόσμο ? Απίστευτο ! Πως μπορώ να σε βοηθήσω ?»
«Σάκη μου άμα σου είναι εύκολο θέλω να με φιλοξενήσεις κάποιες μέρες στο σπίτι σου και εγώ θα σε βοηθήσω στην δουλειά σου .»
Ο Σάκης δέχτηκε και ένα όμορφο χαμόγελο άστραψε στο γλυκό του πρόσωπο . Ήρθε το βράδυ και οι δυο άντρες ετοιμαστήκαν να πάνε για ύπνο.
«Ιάκωβέ μου βολέψουν στον καναπέ , πάρε και δυο χειροποίητες κουβέρτες που έφτιαξα με τα χεράκια μου » Ήξερε να δουλεύει καλά τον αργαλειό . Ο Ιάκωβος έκλεισε τα μάτια αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί . Το μυαλό του βασανιζότανε με άσχημες σκέψεις .Του πήρε πολύ ώρα για να καταφέρει να κοιμηθεί . Το βράδυ πέρασε και ο ήλιος άρχισε δειλά δειλά να βγαίνει . Ο κόκορας από το διπλανό κοτέτσι άρχισε αφηνιασμένα να κακαρίζει .
«Θεέ μου πόσο μπορεί να σπάει αρχίδια αυτό το κωλόπουλο?» ήταν η πρώτη σκέψη του Ιάκωβου. Άνοιξε τα μάτια και το θέαμα που αντίκρισε μπροστά του ήταν άκρως εντυπωσιακό . Ήταν η στιγμή που βγήκε ο Σάκης από το μπάνιο ολόγυμνος . Κάτω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς του , πρόβαλε το τεράστιο πέος του . Είκοσι δύο εκατοστά έτοιμα να ικανοποιήσουν κάθε σεξουαλική φαντασίωση .
«Συγνώμη Ιάκωβε , νόμιζα ότι κοιμόσουν» ήταν τα λόγια του Σάκη όπου πήρε γρήγορα μια πετσέτα και έκρυψε το επίμαχο σημείο .
«Δεν πειράζει … σπίτι σου είναι…. Μπορείς να κυκλοφορείς όπως θέλεις» απάντησε ο Άγγελος .
«Έφτιαξα πρωινό , μερικά αυγά , γάλα …..άνοιξα και μια κονσέρβα κομπόστα ……ελπίζω να σου αρέσει .»
«Σάκη δεν χρειαζόταν να τα κάνεις όλα αυτά και με το πρωινό σου χέσιμο βολευόμουνα . Πάω στην τουαλέτα και έρχομαι στην κουζίνα» .
Οι δυο άντρες αφού φάγανε , πήραν το τρακτέρ και ξεκινήσανε για την δουλειά .
Οι πλακόστρωτοι στενοί δρόμοι του χωριού και η ομίχλη που το έπνιγε του έδιναν ένα γοτθικό χαρακτήρα . Μερικά κεφάλια ξεπρόβαλαν από τις αυλές των σπιτιών όλο περιέργεια να δουν ποιος είναι ο νέος επισκέπτης του χωριού .
«Αλήθεια Σάκη ξέχασα να σε ρωτήσω…. πως λέγεται το χωριό ?»
«Άγια Καριόλα η Αναμάρτητη» του απάντησε .
«Λίγο περίεργο δεν είναι για όνομα χωριού?»
«Εεε δεν νομίζω . Βασικά το όνομα του χωριού προέρχεται από μια πρωτευουσιάνα γυναίκα που βοηθούσε τις άπορες οικογένειες του χωριού και επιμελήθηκε στην κατασκευή ενός σύγχρονου γηπέδου γκολφ . Μετά τον θάνατο της άφησε ένα σημείωμα όπου εξηγούσε που έβρισκε όλα αυτά τα χρήματα . Παντρευόταν πλούσιους άντρες τους σκότωνε και έπαιρνε την περιουσία τους . Οι κάτοικοι του χωριού για να την τιμήσουν έφτιαξαν μια εκκλησία οπού εκεί θα δεις σε εικόνα ζωγραφισμένο το αιδοίο της .»
«Ααα ωραία , κάποια στιγμή θα πάμε να το δούμε να ανάψουμε και κανένα κεράκι » του απάντησε ο Ιάκωβος .
Η βόλτα είχε φτάσει στο τέλος της . Είχανε φτάσει στο μαντρί που έμοιαζε σαν …… μαντρί .
«Να Ιάκωβε, αυτή είναι η μάντρα μου και γύρω από αυτήν τα χωράφια μου . Θα αρμέξουμε πρώτα τα γίδια και στην συνέχεια θα σπείρουμε τα χωράφια . ΟΚ ?»
«ΟΚ φίλε μου»
Οι μέρες περνούσαν και ο Ιάκωβος Κακαλής ένιωθε μια βαθιά ικανοποίηση . Μετά από πολύ καιρό είχε ηρεμήσει .Από το πρωί μέχρι το απόγευμα στην δουλειά και το βράδυ είχαν καθιερώσει «κινηματογραφική πρεμιέρα» . Πηγαίνανε στο video-club της γειτονιάς και νοίκιαζαν ταινίες . Ο Σάκης προτιμούσε τα western κάτι που δεν άρεσε στον Ιάκωβο αλλά πάντα υποχωρούσε . Ένα βράδυ πηγαίνοντας στο movie – gastouni o Ιάκωβος είπε στον Σάκη .
«Το θεωρώ λίγο φασιστικό να διαλέγεις πάντα εσύ τι ταινία θα δούμε.»
Το όμορφο πρόσωπο του Σάκη μάζεψε σαν σφουγγάρι και μερικά δάκρυα πρόβαλαν από τα γαλάζια μάτια του . Τα χέρια του πήραν κατεύθυνση προς στον γιακά του Ιάκωβου και με μανία τον ταρακουνούσαν .
«Γιατί το λες αυτό?» Η φωνή του ακούστηκε μέχρι και στην ψηλότερη βουνοκορφή της περιοχής . Ο Ιάκωβος δεν είπε κουβέντα αλλά ένα ρίγος πέρασε γρήγορα από το κορμί του . Το βρήκε αρκετά ερεθιστικό .Ο Σάκης κατέβασε τα χέρια του , σκούπισε τα μάτια του και συνέχισε την πορεία του για το video-club . Από πίσω τον ακολούθησε και ο Ιάκωβος .
Από συνήθεια ο γιδοβοσκός κατευθύνθηκε προς το ράφι με τα western αλλά πολύ γρήγορα έστρεψε το βλέμμα του προς τον Ιάκωβο και του είπε ότι μπορεί να διαλέξει όποια θέλει αυτός . Ο αυτός με την σειρά του , του χάρισε ένα χαμόγελο και του ζήτησε συγνώμη που τον στεναχώρησε .Η παρεξήγηση είχε τελειώσει . Βγαίνοντας από το video-club ο Ιάκωβος κρατούσε στα χέρια του το «αγάπα με αν τολμάς» μια γαλλική ερωτική ταινία . Πήγανε στο σπίτι φάγανε και κάθισαν μπροστά στην plasma .
Ένα άντρας και μια γυναίκα μέσα σε ένα λάκκο αγκαλιασμένοι και μια μπετονιέρα από πάνω τους να ρίχνει υγρό μπετό ήταν το τέλος της ταινίας . Ο Σάκης έκλαψε από συγκίνηση –δεύτερη φορά σήμερα- έστρεψε το πρόσωπο του προς το πρόσωπο του Ιάκωβου και τον φύλησε με πάθος . Αυτός ανταπόδωσε το φιλί και έβγαλε γρήγορα τα ρούχα του ξεχνώντας τις προκαταλήψεις του για το πρωκτικό sex . Το πρωί ο κόκορας από το διπλανό κοτέτσι βρήκε τους δύο άντρες αγκαλιά στην φλοκάτη του σαλονιού . Ναι ήταν πλέον ζευγάρι ! Ο Ιάκωβος πιο ευτυχισμένος από ποτέ .Οι επόμενοι έξι μήνες ήταν οι καλύτεροι της ζωής του . Όμως η μοίρα του έπαιξε ένα ακόμη άσχημο παιχνίδι .
Ήταν ένα πρωινό του Αυγούστου .Ο Ιάκωβος είχε ένα κακό προαίσθημα. Φίλησε στο μάγουλο τον Σάκη και έβαλε τα κλάματα .
«Γιατί κλαίς αγάπη μου?» τον ρώτησε με απορία .
«Δεν ξέρω ……σήμερα πιστεύω ότι θα γίνει κάτι πολύ κακό .Καλά είναι να προσέχουμε .»
«Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να γίνει τίποτα κακό . Άντε πάμε τώρα γιατί αργήσαμε και τα γίδια θα παραπονιούνται ….»
« Σάκη θα μου κάνεις μια χάρη?»
«Ότι θέλεις»
«Προλαβαίνουμε να πάμε να ανάψουμε ένα κεράκι στην «Άγια Καριόλα την Αναμάρτητη?»
«Και βέβαια»
Τα ζωντανά της μάντρας όποτε έβλεπαν το τρακτέρ να έρχεται κάνανε χαρούλες .Ήξεραν ότι η πρώτη δουλειά που θα έκαναν οι δύο άντρες ήταν να πάνε και να τα ταΐσουν . Εκείνη την μέρα στεκόντουσαν σαν αγάλματα και τους κοιτούσαν χωρίς να αγγίξουν καθόλου το φαγητό τους . Ο Σάκης δεν έδωσε πολύ σημασία σε αντίθεση με τον Ιάκωβο που πανικοβλήθηκε .Δεν είπε τίποτα όμως γιατί ήδη του είχε πρήξει όλο το πρωινό τα αρχίδια . Ο Σάκης πήρε την κομπίνα και άρχισε να θερίζει τα χωράφια ενώ ο Ιάκωβος συνέχισε το άρμεγμα .Όλα κυλούσαν καλά μέχρι που η καμπάνα της εκκλησίας στο χωριό άρχισε να χτυπά ασταμάτητα και δυνατά . Και οι δύο τους σταμάτησαν την δουλειά και κοίταξαν προς το χωριό . Ένα τεράστιο μερμήγκι εμφανίστηκε από το πουθενά και πήρε κατεύθυνση προς το χωριό . Το περπάτημα του τράνταζε την γη . Σε μερικά δευτερόλεπτα ήδη είχε φτάσει . Άνοιξε το τεράστιο στόμα του και με τις δαγκάνες έπιανε ότι έβρισκε μπροστά του και το έτρωγε . Οι χωριανοί άρχισαν να το πυροβολούν με καραμπίνες και με δίκαννα αλλά ούτε καν το τραυμάτισαν. Συνέχισε ανενόχλητο την «δουλεία» του μέχρι που καταβρόχθισε όλο το χωριό . Ένα σμήνος από f-16 εμφανίστηκαν στον ορίζοντα και άρματα από πίσω να τα ακολουθούν .
Ο Ιάκωβος και ο Σάκης είχαν μείνει σαν αγάλματα και συνέχιζαν να παρακολουθούν . Τα f-16 προσέγγισαν το τεράστιο μερμήγκι και άρχισαν να το χτυπούν με βόμβες ανελέητα . Το ίδιο κάνανε και τα άρματα . Το μερμήγκι είδε ότι ήταν σκούρα τα πράγματα και εξαφανίστηκε .
Η τεχνολογία των Αμερικάνων για ακόμα μια φορά έσωσε τον πλανήτη γη και εμείς οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε .
«Ιάκωβε το σκοτώσανε!!! Σωθήκαμε!!» είπε ο Σάκης και όρχησε να τρέχει προς το μέρος του Ιάκωβου . Ένα λυχνάρι κρυμμένο σε κάτι χόρτα, ήταν η αιτία να σκουντουφλήσει ο Σάκης και να χτυπήσει το κεφάλι του σε έναν βράχο.
«Σακήηηη!!!» φώναξε ο Ιάκωβος και έτρεξε να τον βοηθήσει . Η καρδιά του είχε πάψει να λειτουργεί .Το κεφάλι του είχε γίνει πελτές .Ήταν νεκρός . Ο Ιάκωβος άρχισε να ουρλιάζει . Έστρεψε το βλέμμα του προς το λυχνάρι .Έβγαλε από την τσέπη ένα πανί και άρχισε να το τρίβει. Αυτό κράτησε για πέντε λεπτά περίπου .Ήταν μια αδικαιολόγητη ενέργεια . Το αφήνει από τα χέρια του και αρχίζει να τρέχει . Κανένας από τότε δεν τον είδε , αφού κανένας δεν τον ήξερε .Ούτε και εγώ , κάηκε βλέπεις αυτή η μαλακία το μόνιτορ από το διαστημικό σταθμό που είμαι , με αποτέλεσμα να γίνει αδύνατη η παρακολούθηση του .

τέλος

5 σχόλια: