Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

To τελευταίο ταξίδι του μάγου - αυτοκράτορα (μερος 6)

ΣΚΛΗΡΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ


Οι τρείς σύντροφοι βάδιζαν αμίλητοι για αρκετή ώρα καθώς διαβαιναν τα θορυβώδη στενά της Άρμινας , της πρωτεύουσας του Ντόλ Κουαρθόλ . Ο αέρας μύριζε από την χθεσινοβραδυνή βροχή , όμως τώρα ο ήλιος έλαμπε και η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή , καθώς οι τρείς σύντροφοι διέσχιζαν τα λασπωμένα σοκάκια της πόλης , περιπλανώμενοι άσκοπα και δίχως προορισμό . Ο Κίρινταν , Μάγος μεγάλης δύναμης και γνώσης , πρώην αφέντης του βασιλείου και νύν τυχωδιώκτης και περιπλανώμενος , προχωρούσε μπροστα ενώ πίσω του ακολουθούσαν οι δύο απελευθερωμένοι πλέον κρατούμενοι , ο Μόρικ ο ασκούπιστος , ο ικανότερος κλέφτης της χώρας , και ο Τσέρνομποργκ , ο σωματώδης πολεμιστής απο τον άγριο βορρά . Οι δρόμοι ήταν πολυσύχναστοι και ασφυκτικά γεμάτοι . Πλανώδιοι έμποροι διαλαλούσαν με βραχνές φωνές την πραμάτεια τους , φρουροί περιπολούσαν τα στενά με τις πανοπλίες τους να να χτυπούν σε κάθε βήμα σαν κατσαρόλες στο σακί , όμορφες κυρίες κυκλοφορούσαν στολισμένες σαν λατέρνες προκαλώντας βλέμματα θαυμασμού και μικροαστικής λαγνείας .
Ο Τσέρνομποργκ προχωρούσε αμίλητος και αυστηρός, ξεχωρίζοντας από το υπόλοιπο πλήθος όπως ο λύκος ανάμεσα σε μαλθακά και υπάκουα σκυλιά . Ψηλός , μυώδης , με το μακρύ σπαθί του , τον «Ιατροδικαστή» , περασμένο διαγώνια στην πλάτη , ο Βάρβαρος παρουσίαζε ένα θέαμα το λιγότερο εντυπωσιακό . Έτσι , αρκετά ήταν τα κεφάλια που γύριζαν για να κοιτάξουν , καθώς αυτός περνούσε περπατώντας λεβέντικα και καμαρωτά , γιατί πολλοί ήταν αυτοί που ποτέ δεν είχαν συναντήσει βόρειο στο παρελθόν . Όσο για τον Μόρικ…Ο αλαφροχέρης , λωποδύτης φίλος μας δεν έδειχνε να εμποδίζεται από την προσοχή που τραβούσε στη συντροφιά τους ο μεγαλόσωμος βάρβαρος . Με περισσή χάρη φρόντιζε να ξαφρίζει διακριτικά ότι προλάβαινε από τις τσέπες του κάθε απρόσεκτου περαστικού που θα τύχαινε να πλησιάσει αρκετά κοντά . Ήταν καλός ο πούστης, ήταν πολύ καλός .Και για κλέφτης , πολύ έργατικός ,πρέπει να ομολογήσουμε …

"Πιστεύω πως είναι ώρα να ψωνίσουμε τίποτα προμήθειες για το ταξίδι . Μήν πάμε και ξεβράκωτοι στα αγγούρια..." ,είπε ο Κίρινταν μισοστρέφοντας το πρόσωπο του προς τα πίσω , απευθυνόμενος στους δύο συντρόφους του πάνω απο τον ώμο του . "Και για πού είμαστε ρε αφεντικό,Θα πάμε μακριά ; Δηλαδή συγγνώμη , αλλά απο την ώρα που φύγαμε απο το παλάτι , δεν έχεις πεί κουβέντα!! Τραβάς μπροστά , κι εμείς ακολουθούμε σα μαλάκες – με το συμπάθειο - αλλά πές μας κι εμάς κάτι!!Πού σκατά πάμε;;" , είπε ο Μόρικ , εκφράζοντας μια απορία λογική . " Σωστή η ερώτησή σου φίλε μου , η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα…" , απάντησε ο Μάγος , παραλογιζόμενος ως συνήθως . " Ιγκώ ντέν πάει πουτενά , ιγκώ βαρέθηκα !! ιγκώ πάει πίσω στο χωριό μου!! " , πετάχτηκε σαν ατίθαση ψωλή ο βάρβαρος , υψώνοντας τον τόνο της φωνής του αποφασιστικά . "Τί είπες ρε πρησμενε , ρε σακκί με κρέας , άκουσα καλά ; " φώναξε ο Κίρινταν , σταματώντας και αντικρύζοντας κατάματα τον Τσέρνομποργκ . Ο σβέρκος του τον πόνεσε λιγάκι από την απότομη κίνηση και στραβολαίμιασε κιόλας , καθότι ο Βάρβαρος του έριχνε κανα δυό κεφάλια , αλλα ο μάγος δεν έδειξε να πτοείται. Μπορεί να ήταν στρίτζος και να έπρηζε συκώτια , αλλα είχε αρχίδια , αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε . « Εσύ , πολύ μαλάκα!!Όλο φωνάζει ,όλο λέει μαλακίες!!» φώναξε ο βάρβαρος , αγριοκοιτάζοντας τον μάγο κάτω απ’τα σμιχτά του φρύδια καθώς συνέχιζε να τον βρίζει στην ακαταλαβίστικη και ενοχλητική για τα αυτιά μητρική του γλώσσα .Ο μάγος όμως δεν μάσησε τα λόγια του . " Άν δεν ήμουν εγώ ρε αχάριστε , τωρα οι φρουροί θα γλεντούσαν το κωλοτρυπίδι σου!! Νυφούλα θα σε κάνανε , μαλάκα!! Έτσι με παρατάς και φεύγεις ρε ; Έγώ σε ελευθέρωσα να πούμε!! Δέν έχει μα και μού ρε,θα κάνεις ότι σου λεω !! Παλιογομάρι!!... Σκάσε και ακολούθα τώρα , βλαμμένε , έ βλαμμενε !!" . Εδώ πρέπει να πούμε πως ο Τσέρνομποργκ είχε σκοτώσει , ανασκολοπίσει , σοδομίσει , γδάρει , ακρωτηριάσει , ξεκοιλιάσει , βιάσει από τον κώλο διάφορους ανθρώπους για προσβολές πολύ μικρότερες απο την προκειμένη . Έτσι , ακολουθώντας πιστά τα παραπάνω πρότυπα συμπεριφοράς , τα οποία είχαν αποδειχτεί πολύ αποτελεσματικά και χρήσιμα σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν , άπλωσε τα χοντρόχερά του προς τον πρώην αυτοκράτορα , χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμα τί ακριβώς θα του κάνει , αλλά γνωρίζοντας εκ των πρωτέρων πως αυτό θα ήταν κάτι πολύ , πολύ , πολύ άσχημο ...

Όμως εκεί ήταν που συνέβη κάτι το αναπάντεχο.Εντελώς ξαφνικά , το δαχτυλίδι που φορούσε ο Τσέρνομποργκ έλαμψε με ένα απαλό γαλάζιο φώς . Ταυτόχρονα , ο Βάρβαρος κατέρρευσε στο έδαφος , βγάζοντας αφρούς από το στόμα και τραυλίζοντας ακατάληπτα . Ο Μόρικ παρακολουθούσε άναυδος και ανατρίχιάζοντας καθώς συνειδητοποιούσε πως τα δύο δαχτυλίδια , τα δώρα του μάγου προς τον Τσέρνομπορκ και τον ίδιο , είχάν και κάποια άλλη χρήσημότητα πέραν της διακοσμητικής . «Έπρεπε να το περιμένω , ο μπάρμπας δεν φαινόταν για αφελής» , σκέφτηκε από μέσα του . Γύρισε και κοίταξε τον Κίρινταν ο οποίος παρακολουθούσε ατάραχος τον σωριασμένο βάρβαρο να ηρεμεί , καθώς οι σπασμοί που τον συντάρασσαν καταλάγιαζαν με το πέρασμα της ώρας . «Βοήθησέ με να τον κουβαλήσω , είναι ολόκληρο βόδι, ο μαλάκας…» , διέταξε ο μάγος , με τα σημάδια της απογοήτευσης εμφανή στο πρόσωπό του . Ο Μόρικ υπάκουσε αμέσως , και μαζί με τον Κίρινταν κατάφεραν να μεταφέρουν τον Τσέρνομποργκ σε ένα απόμερο σοκάκι . «Μην ανησυχείς , θα έχει συνέλθει σε κανα δεκάλεπτο . Αν κάποιος ρωτήσει τι τρέχει , πές πως τον μαζέψαμε μεθυσμένο τα χαράματα και πως τον κουβαλάμε σπίτι » , είπε ο μάγος χωρίς να αποπειραθεί να δώσει περεταίρω εξηγήσεις . Ο Μόρικ όμως δεν ήταν κανα κορόιδο, κι εδώ που τα λέμε είχε αρχίσει και να φοβάται λίγο αυτό το κοντοπίθαρο , παμπόνηρο ανθρωπάκι που κάποτε διαφέντευε το βασίλειο του Ντόλ Κουαρθόλ .Έτσι , έσπευσε να ρωτήσει : «Τι έπαθε ο ψηλός αφεντικό ; Τι του έκανες ;» . «Εγώ ; Τίποτα , μόνος του τα ‘θελε και τα ‘παθε…» απάντησε ο Κίρινταν εξακολουθώντας να κάνει το μαλάκα . « Κοίτα αφεντικό , εγώ να κάνω ότι θές , αλλα μη μου μιλάς σαν να’μαι κορόιδο . Έχει να κάνει με τα δαχτυλίδια που μας έδωσες , έτσι ; Μην απαντήσεις μαλακία πάλι, γιατί θα τσατιστώ!! Επειδή τυχαίνει να φοράω κι εγώ ένα από αυτά , θα ήθελα να ξέρω τι μπορεί να μου συμβεί , αλλιώς σου βάζω το δαχτυλίδι στον κώλο, σε παρατάω και φεύγω!!!» . Ο Κίρινταν κοίταξε στα μάτια στον κλέφτη , κι ύστερα με έναν αναστεναγμό , απέστρεψε το βλέμμα μουρμουρίζοντας . « Αυτό είναι το θέμα , δεν μπορείς…Ούτε αυτός μπορεί…» . Ο Μόρικ είχε μείνει άναυδος με αυτό που άκουσε . « Τι εννοείς δεν μπορώ αφεντικό ; Με τρελαίνεις τώρα , γιατί τα λές αυτά ;!!» . «Μη φρικάρεις ρε μαλάκα , εντάξει , θα σου εξηγήσω!!» απάνησε ο μάγος αγανακτισμένος και συνέχισε να μιλά καθώς ο κλέφτης παρακολουθούσε εμβρόντητος . « Όταν πήρα απόφαση να ξεκινήσω αυτό το ταξίδι και διάλεξα εσάς ως συντρόφους , ήξερα από την αρχή πως ήσασταν καθάρματα , και μη με κοιτάς σαν μαλάκας , το ξέρεις πως έχω δίκιο…» . Ο Μόρικ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρα να συμφωνήσει . Ήταν κάθαρμα , πούστης και πουτάνας γιός (στη κυριολεξία) , ήταν ικανός για όλα και δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό . Συνήθως οι «άλλοι» είχαν το πρόβλημα . Ο κωλόγερος τα έιχε σκεφτεί όλα , αυτό ήταν σίγουρο . « Δε λέω , είστε και οι δύο γαμάτοι σ’αυτό που κάνετε , και γι’αυτό σας διάλεξα, όμως τι θα διασφάλιζε εμένα σε περίπτωση που αποφασίζατε από κοινού εσύ και το γομάρι από δίπλα , να με σφάξετε ή να με ληστέψετε ή ακόμα και να με παρατήσετε στα κρύα του λουτρού ; Αν βασιζόμουν στον λόγο σας και την καλή σας πίστη , χέσε μέσα .Οπότε κι εγώ κατέληξα στη λύση των δαχτυλιδιών» . Ο Μάγος σταμάτησε και κοίταξε αφηρημένος το κενό , στοχαζόμενος κάποια άσχετη μαλακία που του πέρασε φευγαλέα απ’ το μυαλό . Η σιωπή ήταν αφόρητη για τον κλέφτη , που είχε αρπάξει φωτιά ο κώλος του κι ανησυχία τον έσφιγγε απ'τα αρχίδια . «Λοιπόν; Τι παίζει με τα κωλοδαχτυλίδια επιτέλους ;» , παρότρυνε ευγενικά τον Κίρινταν. «Τι; Ά, ναι!! Αυτό που παίζει είναι το εξής : Αν σε οποιαδήποτε περίπτωση αποπειραθείτε να με εγκαταλείψετε ή να με βλάψετε με οποιονδήποτε τρόπο , θα περάσετε τα επόμενα δέκα λεπτά ξαναζώντας τον χειρότερο εφιάλτη της ζωής σας . Αν συνεχίσετε να κάνετε μαλακίες και δεν συμμορφώνεστε, το σκηνικό θα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι να σας στρίψει εντελώς , μέχρι να κατουριέστε και να χέζεστε δημοσίως απ’ το φόβο σας , μέχρι να αμφιβάλλετε αν αυτό που βλέπετε είναι πραγματικότητα ή ένας ακόμα φριχτός εφιάλτης , μέχρι το μυαλό σας να γίνει πουρές με κόκκινη σάλτσα , μεχρι… .» . «Έισαι μεγάλο μουνόπανο , το ξέρεις ,έτσι;» , τον διέκοψε ο Μόρικ αηδιασμένος . « Το ξέρω , αλλα στ’αρχίδια μου…» , απάντησε κυνικά ο μάγος και συνέχισε , «Φυσικά , αν προσπαθήσετε να απαλλαγείτε από τα δαχτυλίδια βγάζοντάς τα, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο : Θα φρικάρετε και θα κλαίτε σαν μωρά ή σαν αδερφούλες , αναλόγως την ιδιοσυγκρασία του καθενός» . Ο Μόρικ δεν πίστευε στα αυτία του. Ο κωλόγερος τον κρατούσε από τα αρχίδια κανονικά . Στηρίχτηκε με την πλάτη στον τοίχο και προσπάθησε να χωνέψει αυτό που μόλις είχε μάθει . Η πουτάνα η τύχη του τον είχε βγάλει από την φυλακή για να τον παραδώσει στα χέρια ενός κακομαθημένου , γκρινιάρικου , μεσήλικου μωρού . Ο Κίρινταν ήταν σίγουρα χαρισματικός και πανέξυπνος , κάποια εποχή ίσως ήταν ακόμα και ευχάριστη παρέα , αλλα η αρρώστεια και ο φόβος του επερχόμενου θανάτου , του είχαν γαμήσει την ψυχολογία . Ο Μόρικ τον θεωρούσε έναν από τους πιο σπασαρχίδες και γκρινιάρηδες ανθρώπους που είχε ποτέ την ατυχία να συναντήσει . Το μόνο θετικό στην όλη υπόθεση ήταν πως σε 6 μήνες το πολύ, ο μαλάκας θα τα τίναζε , ας είναι καλά ο καρκίνος , και θα τους άφηνε στην ησυχία τους επιτέλους . Αυτό του έφτιαξε κάπως την διάθεση . «Αναρωτιέμαι τι σκατά ονειρεύεται ο σκατόβλαχος» είπε ο πρώην αυτοκράτορας κοιτώντας υποτιμητικά τον Τσέρνομπόργκ , που είχε αρχίσει να αναστενάζει και να αγκομαχά βαρειά και τρομαγμένα .

Ο Βάρβαρος όμως ταξίδευε πια μακριά ,πολύ μακριά στο παρελθόν . Στο όνειρό του έβλεπε τον εαυτό του όπως ήταν κάποτε , ένα μελαχρινό , μικρόσωμο, δωδεκάχρονο αγόρι που περιπλανιόταν άσκοπα στο σκιερό και πυκνό δάσος που περιέβαλλε το χωριό της φυλής του Λύκου , της μακρυνής πατρίδας του . Η άνοιξη είχε μόλις κάνει την εμφάνισή της , τα χιόνια είχαν λιώσει ,και ο μικρός Τσέρνομποργκ είχε την ευκαιρία και την ευχαρίστηση να αρχίσει τις εξερευνήσεις στην περιοχή . Του άρεσε να περνά τον καιρό του ανάμεσα στα δέντρα , κάνοντας όνειρα , χορεύοντας , κυνηγώντας ενίοτε κάποιο μικρό ζωάκι με το τόξο του , κι έτσι πολλές φορές ξεχνιόταν και αργούσε να επιστρέψει στην οικογενειακή καλύβα την ώρα που έπρεπε , με αποτέλεσμα να τον σαπίζει στο ξύλο ο μπαμπάς του , φρικαρισμένος από την ανησυχία .
«Γκιατί πιντί μου δεν παίζει ξύλο με το άλλο πιντιά ; Γιατί γιρνά σα μαλακα στο ντάσος και χαζολογκάει ;» , μουρμούριζε απογοητευμένος ο Μπίλεμπόργκ , ο πατέρας του Τσέρνομπόργκ . «Αντερφή είναι ; Ντίπ αλαφροΐσκιωτος ;» , έλεγε και ξαναέλεγε χτυπώντας το κεφάλι του γιού του στον τοίχο , και ένα αγκάθι του τρυπούσε την καρδιά . Η αλήθεια είναι πως ο μικρός Τσέρνομπόργκ δεν είχε και πολλά πάρε δώσε με τα υπόλοιπα παιδιά της φυλής του Λύκου . Τους έβρισκε όλους ανιαρούς και ηλίθιους . Ήταν ένα παιδί με ευασθησίες , ονειροπόλος , με πάθος για περιπλάνηση , ενώ οι υπόλοιποι ήταν απλώς γίδια και χωριάτες του κερατά , που δεν έχαναν ευκαιρία να τον πειράζουν και να του σπάνε τα αρχίδια απλώς και μόνο επειδή μπορούσαν . Αδερφή πάντως δεν ήταν , τουλάχιστον όχι ακόμα .
Η σκηνή που ξαναζούσε είχε στην πραγματικότητα λάβει χώρα εννιά χρόνια πρίν , όταν ο Τσέρνομπόργκ ήταν μόλις δώδεκα ετών . Ο χειμώνας είχε αρχίσει να υποχωρεί και οι μέρες γίνονταν αισθητά μακρύτερες σε διάρκεια και πιο φωτεινές . Ο μικρός είχε πιά την άνεση να ξοδεύει ατέλειωτες ώρες κάνοντας αυτό που αγαπούσε περισσότερο από όλα , να κυνηγά και να περιπλανιέται έξω στο δάσος , χωρίς να ανησυχεί για το αν θα έπρεπε να επιστρέψει σύντομα η όχι. Το κρύο ήταν υποφερτό και τα θηράματα άφθονα . Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν η φήμη που κυκλοφορούσε , πως τάχα μια αρκούδα είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή καταστρέφοντας τις παγίδες των κυνηγών και παίρνοντας στο κυνήγι κάποιους από αυτούς . Όλα αυτά όμως λίγο μετρούσαν στο εφηβικό μυαλό του Τσέρνομπόργκ , που ήταν λίγο βλαμμένος ήδη από τότε .

Όπως κάθε μέρα , έτσι και εκείνη την αποφράδα , ο πιτσιρικάς είχε ξεκινήσει από νωρίς την περιπλάνηση του στο δάσος . Περπατούσε ήδη για δύο ώρες όταν η ματιά του πήρε είδηση ένα ελάφι που βοσκούσε αμέριμνο σε μικρή απόσταση από τον ίδιο . Ήσυχα και προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο , έβγαλε ένα βέλος από την φαρέτρα του και το περασε στο τόξο του . Σημάδεψε αργά κρατώντας την ανάσα του και υπομονετικά διάλεξε την κατάλληλη στιγμή να ρίξει . Ακριβώς την ώρα που τα δάχτυλά του άφηναν τη χορδή του τόξου , μια ηχηρή καρπαζιά προσγειώθηκε στο σβέρκο του μικρού Τσέρνομπόργκ κάνοντάς τον να αστοχήσει τελείως καθώς σωριαζόταν φαρδύς πλατύς στο έδαφος . Αν και πονούσε , γύρισε αμέσως να αντεπιτεθεί στον άγνωστο τραμπούκο αλλα μια ακόμη σβουριχτή σφαλιάρα τον έκανε να αναθεωρήσει .Τα μάγουλά του κοκκίνησαν και σκέφτηκε πως πρέπει να έδειχνε απίστευτα ηλίθιος. Από πάνω του ακούστηκε μια φωνή , η οποία φαινόταν καθαρά πως είχε μόλις αρχίσει να χάνει την παιδικότητά της και να αποκτά το μπάσο χρώμα της ενηλικίωσης . « Τι νομίζει πως κάνει ρε μαλκιζμένου ,Ε ; Τι δουλειά έκει εσί ιντώ ;» . Ο Τσέρνομπόργκ γνώριζε πολύ καλά αυτή τη φωνή και τον κάτοχό της . Ήταν ο Ίγκορ , τέσσερα χρόνια μεγαλυτερός του και κωλοπαιδαράς ολκής . Αυτός ο μαλάκας δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να τον πειράζει και να τον σαπίζει στο ξύλο με κάθε ευκαιρία , και βασικά ήταν ένας από τους λόγους που ο Τσέρνομποργκ προτιμούσε τις μοναχικές περιπλανήσεις από την συναναστροφή των υπολοίπων παιδιών του χωριού . Άπειρες φορές είχε γίνει ρόμπα, καθώς ο εν λόγω νταής τον καρπάζωνε ξαφνικά και απροσδόκητα (όπως τώρα , καλή ώρα ) , του δάγκωνε τις τυρόπιτες και του κατέβαζε το βρακί δημοσίως , ενώ η παρέα του γελούσε και του έκανε ομαδική καζούρα . Επίσης , ο Ίγκορ ήταν ο γιός του αρχηγού της Φυλής του Λύκου , γεγονός που επέτεινε τη ματαιοδοξία και γενικότερα την μαλακία που τον έδερνε . Το χειρότερο από όλα , ήταν πως για μιά ακόμα φορά , ο παλιομπινές είχε φέρει και την παρέα του μαζί . Δίπλα στον κοκκινοτρίχη μπάσταρδο στέκονταν τα κολλητάρια του: Ο Ασβός ( που βρωμούσε σαν ασβός ) , το Κωλοπαίδι (που ήταν όνομα και πράμα) και ο Μπάμπης ο Πορδίλλος (που ήταν ο μόνος που ο Τσέρνομπόργκ γνώριζε με το κανονικό του όνομα ) . Οι τέσσερίς τους τον κοιτούσαν αφ’υψηλού χαμογελώντας χαιρέκακα . « Τώρα τα ντεί τι τα πάτει !!» απέιλησε ο Ίγκορ , με τη φακιδιασμένη μάπα του να παραμορφώνεται σε μία γκριμάτσα που έδειχνε μίσος , αλλα και έναν υπαινιγμό ανάρμοστης διασκέδασης . Λες και αυτό ήταν κάποιου είδους σύνθημα , άρχισαν όλοι μαζί να του σκίζουνε τα ρούχα , απαντώντας με κλώτσιές στις αδύναμες προσπάθειες αντίστασης του μικρού , μέχρι που τον άφησαν εντελώς ξεβράκωτο . Όσο το «κωλοπαίδι» κρατούσε τον Τσέρνομπόργκ ακινητοποιημένο στο έδαφος , ο Μπάμπης ο πορδίλλος έβρισκε ευκαιρία να τον κλάνει στη μάπα (κάτι στο οποίο είχε ταλέντο , για να είμαστε και δίκαιοι) , ο Ασβός απολάμβανε τη γενικότερη μπόχα και ο Ίγκορ γελούσε με την καρδιά του καθώς ο Τσέρνομπόργκ έκλαιγε αβοήθητος και προσπαθούσε να καταλάβει , γιατί στο διάολο επέμεναν να του την γαμάνε έτσι . « Κοίτα ,κοίτα !! Του μαλακιζμένου κλαίει σαν πουστράκι!! » , παρατήρησε με οξυδέρκεια ο Ασβός , και ο Τσέρνομπόγκ συνειδητοποίησε πως τελικά , τα λόγια και ο σαρκασμός τον πονούσαν περισσότερο από τις σφαλιάρες , τις οποίες τελικά με τον καιρό είχε συνηθίσει . «Αφήστε με ρε μουνόπανα!!» , έκανε να φωνάξει , αλλα το «κωλοπαίδι» άδραξε την ευκαιρία , και την στιγμή που ο μικρός άνοιγε το στόμα του , τον μπούκωσε με μία χορταστική χούφτα αγριόχορτα , που άρπαξε πρόχειρα από δίπλα . ΄Έτσι , βήχοντας , φτύνοντας και κλαίγοντας σαν αδερφούλα, ο Τσέρνομπόργκ αποφάσισε να παραδοθεί στην μοίρα του , η οποία προφανώς είχε αποφασίσει να γίνει πολύ σκύλα μαζί του την συγκεκριμένη μέρα. Με την άκρη του ματιού του , παρατήρησε τον Ίγκορ να βγάζει ένα χοντρό σχοινί από το σακίδιό του . « Σε αρέζει να γκιρνάς στου ντάσους, ε ; Τα σ’αφίσου ιντώ όλο το βράντι , να σου χεστείς γκια τα καλά !! Πιντιά , τραβατι τον πέρα 'κειθε!!» . Τα τσιράκια του μαλάκα εσπευσαν να εκτελέσουν την προσταγή του , κουβάλησαν τον Τσέρνομποργκ παραδίπλα όπου και τον απόθεσαν μπρούμυτα πάνω σε έναν πεσμένο κορμό . Ο Ίγκορ , με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις , έδεσε τον μικρό έτσι ακριβώς όπως τον έιχαν αποθέσει , στάθηκε για μια στιγμή να καμαρώσει το έργο του με ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη κι είπε: «Ιντώ τα μείνει όλο το βράντι!!» . Ο Τσέρνομπόργκ τα χρειάστηκε κανονικά. «Που ; Ιντώ ;» ,έκανε να ρωτήσει , αλλα ο πορδίλλος τον έκλασε καταπρόσωπο και τα λόγια του πνίγηκαν στη φριχτή αποφορά μιας κλανίας που του έφερε σκοτάδι στα μάτια . «Ναι , ιντώ!! Άμα του θυμηθώ άυριου , θα’ρτου να σι λίσου , αλλοιώς…» άφησε μισοτελειωμένη την πρότασή του ο κοκκινομάλης , φακιδομούρης , κακομαθημένος γιός του αρχηγού της Φυλής του Λύκου , καθώς είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται γελώντας ,ενώ η παρέα του τον ακολουθούσε κάνοντας πρόστυχα σχόλια για το μικρό (ήταν αλήθεια , λόγω ηλικίας και μόνο ) μέγεθος του πουλιού του Τσέρνομπόργκ . Τους άκουσε απελπισμένος να απομακρύνονται, μέχρι που οι φωνές τους έσβησαν στο βάθος και ο ίδιος έμεινε μόνος , με τους ήχους του δάσους να τον τυλίγουν από παντού και τις σκιές τριγύρω του να γίνονται μακριές και απειλητικές . Φοβόταν πολύ, πεινούσε και κρύωνε , έτσι όπως τον είχαν αφήσει δεμένο γυμνό , πάνω στο ξύλο . Το μυαλό του άρχισε να ζωντανεύει εικόνες περίεργες και τρομαχτικές , ανασύροντας από την ταραγμένη μνήμη του διάφορες ιστορίες που κατά καιρούς είχε ακούσει δίπλα στη φωτιά τα βράδια . Μύθους για πλάσματα που καραδοκούσαν στο σκοτάδι , κακόβουλα και ζηλόφθονα πνεύματα της φύσης , για αιμοβόρους κυνηγούς της νύχτας που κατασπάραζαν το θήραμά τους , αφήνοντας πίσω τους ένα αγνώριστο κουφάρι . Η πρωτόγονη , πλήν όμως γόνιμη φαντασία του , σε συνδυασμό με την έμφυτη δεισιδαιμονία της Φυλής του , είχαν τσακίζει σαν κλαδάκι το μυαλό του Τσέρνομπόργκ , που έτρεμε από κρύο και απο φόβο ταυτόχρονα . Σαν επιβεβαίωση των φόβων του , ο ψυχρός άνεμος έφερε στα αυτιά του ένα υπόκωφο μουγγρητό , το οποίο έμοιαζε να έρχεται απο κοντινή απόσταση . Σταμάτησε αμέσως να ανησυχεί για υπερφυσικές απειλές και δαίμονες , και η σκέψη του επικεντρώθηκε σε πιό απτούς κινδύνους , όπως ας πούμε τα θηρία του δάσους που σύντομα θα έβγαιναν να αναζητήσουν τη λεία τους υπό την κάλυψη του σκοταδιού.Θυμήθηκε τις φήμες που είχαν φτάσει στα αυτιά του για εκείνη την αρκούδα που είχε ξυπνήσει πεινασμένη απο την χειμερία νάρκη , και το παιδί άρχισε να προσεύχεται σε όσους θεούς γνώριζε ή είχε ακούσει ποτέ να μή επιτρέψουν να είναι εκείνος το επόμενο μεζεδάκι της . Οι θεοί όμως είχαν παέι για μπύρες κι είχαν δώσει τα κλειδιά του μαγαζιού στον διάβολο τον ίδιο . Κι εκείνος , διασκεδάζοντας πια με την καρδιά του , αποφάσισε να στρίψει το μαχαίρι όσο τον έπαιρνε . Ο ήχος βαρειών βημάτων που πλησίαζαν έφτασε τα αυτιά του Τσέρνομπόργκ , ο οποίος προσπαθούσε απελπισμένα να σπάσει τα δεσμά του χωρίς όμως αποτέλεσμα . Μέσα σε λίγες εφιαλτικές στιγμές , η αρκούδα παρουσιάστηκε μπροστά του σε ολόκληρο το κτηνώδες μεγαλείο της . Ξεπρόβαλλε από τα δεξιά του οπτικού του πεδίου , μουγγρίζοντας σιγανά , καθώς τον γυροέφερνε απειλητικά με σαλια να στάζουν απο το μισάνοιχτο της στόμα . Απο το μέγεθος , ο Τσέρνομπόργκ κατάλαβε πως η αρκούδα ήταν αρσενική , νεαρή και γρήγορη , και πως ακόμα κι αν τελικά είχε καταφέρει να λυθεί δεν είχε καμμία ελπίδα να σωθεί ακόμα κι αν ήταν εκατό φορές πιο δυνατός και γρήγορος απ'ότι στην πραγματικότητα . Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, αντικρύζοντας ίσως για τελευταία φορά τα πρώτα άστρα που άρχιζαν να αχνοφέγγουν στον ορίζοντα , και καταράστηκε βουβα την σκληρότητα εκείνων που τόσο άσπλαχνα τον είχαν εγκαταλείψει σ' εκείνη τη μοίρα . Το κτήνος χάθηκε απο τα μάτια του , καθώς έφτανε ακριβώς απο πίσω του και το παιδί έκλεισε τα μάτια και σφίχτηκε καθώς περίμενε το πρώτο χτύπημα απο τα νύχια του θηρίου . Όσο αυτό το χτύπημα αργούσε για κάποιο λόγο άγνωστο , ο Τσέρνομπόργκ βρήκε το χρόνο να απορήσει , γιατί απ' όσο θυμόταν, οι αρκούδες δεν ορμούσαν ποτέ απο πίσω , ειδικά όταν το θήραμα ήταν ανυπεράσπιστο όπως εκείνος την προκειμένη στιγμή . Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει , όμως το θηρίο είχε ήδη χορτάσει την πείνα του με τα κουφάρια εκείνων των ίδιων, που μόλις πρίν λίγη ώρα τον είχαν ξυλοκοπήσει και εγκαταλείψει . Το κωλαράκι του πορδίλλου δεν θα ξανακελαηδούσε ποτέ , το "κωλοπαίδι" ήταν πλέον απλώς ένα νεκρό κωλοπαίδι , και το πτώμα του Ασβού σάπιζε παρατημένο κάπου ανάμεσα στα χόρτα γιατί η εν λόγω αρκούδα ,αφού το μύρισε καλά καλά , αποφάσισε να μήν ρισκάρει να το φάει. Η ζωή είναι πολύ πουτάνα τελικά . Μόνο ο Ίγκορ κατάφερε να γλυτώσει , βάζοντας τα πόδια στον ώμο και τρέχοντας σαν τρελλός να προειδοποιήσει τον κόσμο πίσω στο χωριό , εγκαταλείποντας τους συντρόφους του στην αποτρόπαια μοίρα τους .

Φυσικά, ο Τσέρνομπόργκ δεν γνώριζε τίποτα απο όλα αυτα . Εξακολουθούσε να βρίσκεται ξαπλωμένος γυμνός , δεμένος μπρούμυτα πάνω σε ένα πεσμένο κορμό δέντρου και να περιμένει το πρώτο χτύπημα απο τα νύχια του θηρίου . Παρ'όλα αυτά , όπως εξηγήσαμε και πιό πάνω , η αρκούδα δεν ήταν πεινασμένη . Ήταν όμως καυλωμένη . Είχε έξι μήνες που κοιμόταν σαν το ζώο (που ήταν) και όπως όλα τα αρσενικά , είχε ξυπνήσει με μια στύση που δεν έλεγε να καταλαγιάσει με τίποτα . Είχε τέτοιες κάψες , που θα γαμούσε οτιδήποτε . Στη προκειμένη περίπτωση , αυτό το "οτιδήποτε" , ήταν ο δωδεκάχρονος Τσέρνομπόργκ . Έτσι το θέλησε η τύχη . Δεν θα σε κουράσω αγαπητέ αναγνωστη περιγράφοντας τις κραυγες αγωνίας του πιτσιρικά , καθώς το κτήνος του όργωνε τον κώλο . Ούτε θα σταθώ στο κάψιμο της κωλοτρυπίδας , στην οριστική απώλεια της αθωότητας , στον τσουχτερό πόνο που βίωσε ο έφηβος βάρβαρος κατα τη διάρκεια του βιασμού του απο την μητέρα φύση . Θα άξιζε όμως να αναφερθεί πως στο τέλος ο μικρός Τσέρνομπόρκ άρχισε να γουστάρει , όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται , αγαπητέ (και κρυφοανωμαλιάρη , να μην κοροιδευόμαστε,έτσι;) αναγνώστη αυτού του φαιδρού χρονικού . Σύντομα , τα ουρλιαχτά φρίκης μετατράπηκαν σε βογγητά ηδονής , καθώς μέσα απο τον βίαιο αλλα γοητευτικό τρόπο που ανακάλυπτε τον έρωτα , ο ήρωάς μας ερχόταν σε επαφή με έναν καινουργιο κόσμο απολαύσης , που ποτέ δεν είχε φανταστεί .
Όμως , όπως πολλές φορές αναφέρθηκε , η τύχη του Τσέρνομπόργκ γαμιόταν άσχημα εκείνη τη μέρα(όπως και ο ίδιος ,ας μήν ξεχνάμε) . Ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει να γουστάρει και να το παίρνει απόφαση (πράγμα επίσης δύσκολο) , έτυχε να καταφτάσουν στο ξέφωτο οι συγχωριανοί του , οπλισμένοι ως τα δόντια , ξεσηκωμένοι απο τον δειλό Ίγκορ να τρέξουν,για να σκοτώσουν το θηρίο . Το σάστισμά τους μπροτά στο εν λόγω θέαμα κράτησε μερικά λεπτά , χρόνος αρκετός για να αποτυπωθεί η σκηνη στη μνήμη τους (και ειδικά στη μνήμη του Μπίλεμπόργκ , του μπαμπά του Τσέρνομπόργκ , που έβλεπε τους φόβους του να επαληθεύονται) για πάντα . Όμως ήταν ένας λαός σκληραγωγημένος , αναθρεμμένοι σε συνθήκες οπου ο παραμικρός δισταγμός ,έστω και για μια στιγμή, μπορούσε να κάνει την διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου . Έτσι , σύντομα συνήλθαν, και με τα δόρατά τους σύντομα μετέτρεψαν την τρομερή αρκούδα σε μαξιλαράκι για καρφίτσες(η οποία δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να αμυνθεί υπό τις παρούσες συνθήκες , εδώ που τα λέμε... ). Ο Τσέρνομπόργκ κοίταζε σαστισμένος τους κωλοχωριάτες που μισούσε και απέφευγε σε όλη του τη ζωή , να δολοφονούν τον μοναδικό του έρωτα , την μία και μεγάλη του αγάπη , και ούρλιαξε ακόμα μια φορά αβοήθητος και μόνος.

Οταν όλα τελείωσαν , οι φρικαρισμένοι απο το προσφατο θέαμα χωριανοί άρχισαν να αποχωρούν σιωπηλά ένας ένας . Η σιωπή ήταν ανατριχιαστική , αλλά δεν υπήρχαν και πολλά να ειπωθούν . Ο Τσέρνομπόργκ είχε οριστικά στιγματιστεί ως ο "πούστης" , η "φτερού" ,ο "αυτός που τον γαμάν τα ζώα" , και τίποτα δεν θα μπορούσε να το αλλάξει αυτό πιά . Όταν όλοι έιχαν απομακρυνθεί , ο τραγικός πατέρας πλησίασε αυτόν που στο εξής θα αποτελούσε την ντροπή της οικογενειάς του και τον έλυσε χωρίς να πεί λέξη.Δεν του ξαναμίλησε ποτέ απο τότε . Ο χρόνος πέρασε βαρειά και δύσκολα, αλλά με τον καιρό , ο Τσέρνομπόργκ μεγάλωσε κι έγινε δυνατός στο σώμα και στην σκέψη . Ήταν όμως αδερφή κι όλο το χωριό το ήξερε , αν και κανείς δεν τολμούσε να του το πεί κατάμουτρα, καθότι ήταν ο πιό μεγαλόσωμος και άγριος πολεμιστής στη φυλή . Όσοι προσπάθησαν να του υπενθυμήσουν το συμβάν με προσβλητικό τρόπο , δοκίμασαν μια εμπειρία παρόμοια με αυτή του Τσέρνομπόργκ , μόνο που αυτή τη φορά ο Βάρβαρος ήταν στη θέση της αρκούδας( κι εδώ που τα λέμε , μεγαλώνοντας, είχε αρχίσει να της μοιάζει κιόλας). Ακόμα κι ο Ίγκορ , που μέχρι πρότινος τον είχε στην καρπαζιά , δεν τολμούσε να τον πλησιάσει , αφενός γιατί φοβόταν τον παλαί ποτέ μικρό που πλέον είχε γίνει ολόκληρο γομάρι , αφεταίρου γιατί δεν ηθελε να λέει ο κόσμος πως έκανε παρέα με αδερφές . Τα χρόνια του βάρβαρου κυλούσαν μίζερα και ακόμα πιό μοναχικά απ'ότι πρίν , όμως είχε βρεί καινούργιο ενδιαφέρον στην εξάσκηση των όπλων και την πειθαρχία του ξίφους . Σύντομα είχε γίνει άριστος στον χειρισμό της μεγάλης σπάθας που κρατούσε και με τα δύο χέρια , και το μυαλό του άρχισαν να συνεπαίρνουν εντελώς διαφορετικά όνειρα σε σχέση με το παρελθόν . Η ψυχή του ζητούσε την περιπλάνηση στις χώρες του νότου , που λεγόταν πως ήταν πλούσιες κι ηλιόλουστες . Λαχταρούσε να βαφτίσει το ατσάλι του στα σωθικά άγνωστων ακόμα εχθρών , σε μελλοντικές μάχες σε κάποιους άλλους τόπους , μακρυνούς . Να σταθεί θριαμβευτής μπροστά σε πλήθη που θα τον δόξαζαν για το θάρρος , την ανδρεία και τον ηρωισμό του . Μπορεί ο κόσμος να τον έλεγε πούστη και ξεκωλιάρη , αλλα ο ίδιος είχε μεγάλα σχέδια για τον εαυτό του . Τί ήξεραν αυτοί άλλωστε; Ήταν απλώς ένα μάτσο χωριάτες , των οποίων ο κόσμος άρχιζε και τελείωνε στο μικρό κομμάτι γής που αποκαλούσαν πατρίδα τους . Ήταν ανίκανοι να δεχτούν τις ιδιεταιρότητές του και να αναγνωρίσουν τιην αξία του .

Στο τέλος το έσκασε νύχτα και κανείς δεν τον αναζήτησε . Η αλήθεια είναι πως η παρουσία του έκανε τους πάντες να νοιώθουν άβολα , και κανείς δεν στεναχωρήθηκε ιδιέταιρα για την απώλειά του ,ούτε καν ο ίδιος του ο πατέρας . Ο Τσέρνομπόρκ είχε γίνει αφορμή να χαρακτηριστεί η Φυλή του Λύκου "πουστοχωριό" , και να γίνει δέκτης κοροιδευτικών σχολίων απο τις άλλες φατρίες (ειδικά απο την φυλή της Αρκούδας )κι αυτό ήταν κάτι το ασυγχώρητο . Έτσι λοιπόν , έφυγε προς αναζήτηση περιπέτειας στον νότο και τους έγραψε όλους στα παπάρια του , και πολύ καλά έκανε .

Με αυτή ακριβώς τη σκέψη , Βάρβαρος άνοιξε τα μάτια του ξανά , αντικρύζοντας τον ασπρομάλλη μάγο παρέα με τον Μόρικ , ο οποίος τον κοιτούσε με ανησυχία . "Είσαι καλά ρε μαλάκα ; Τί έβλεπες τόσες ωρες;" . Ο Τσέρνομπόργκ αγνόησε την ερώτηση και κοίταξε διαπεράστικά τον Κίρινταν που στεκόταν ακριβώς απο δίπλα . Πρέπει να είχαν περάσει αρκετές ώρες όσο ήταν λιπόθυμος , γιατί τώρα έβλεπε πως και οι τρέις τους βισκόντουσαν σε κάποιο δωμάτιο πανδοχείου , και απο το παράθυρο φαινόταν πως η νύχτα είχε πεσει για τα καλά. "Θές ακόμα να γυρίσεις στο χωριό σου παληκάρι μου ;" ,ρώτησε ο πρώην αυτοκράτορας και συνέχισε προσθέτοντας , "δεν προτιμάς να έρθεις ταξιδάκι παρέα με μας; " , ενώ μια υποψία πονηρού χαμογέλου χρωμάτιζε το ελαφρώς ρυτιδιασμένο και κουρασμένο του πρόσωπο . "Στ'αρκίντια μου όλα , τα ρτώ μαζί σου!!Ντεν ξαναγκιρνάου πίσου στους μαλάκις... " , απάντησε αποφασιστικά ο βάρβαρος , κουνώντας το κεφάλι του για να ξεζαλιστεί . "Έτσι σε θέλω καυλιάρη μου" , απάντησε ο Κίρινταν , "πάμε τώρα κάτω να σε κεράσω μπύρα " . Και με αυτά τα λόγια , άνοιξε την πόρτα και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά προς το ισόγειο , ενώ οι ήχοι του κεφιού και της διασκέδασης που έρχονταν απο κάτω άρχισαν σιγά σιγα να γεμίζουν τω φτωχικό δωμάτιο. " Πάμε να γκαμίσουμε..." , είπε ο Μόρικ , και συντροφιά με τον βάρβαρο δρασκέλισαν τα σκαλιά , οδεύοντας ολοταχώς προς αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε "a night to remember..."

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ (διήγημα του Φώτιου Α. Πρέκα)

Ο κολλητός μου , ο Φώτης , ο καλλιτέχνης , ο ανώμαλος , ο ανθρωπος....
Εκεί που μαλακίζονταν και κόντευε να χύσει , του ήρθε και η έμπνευση το έπος για να αρχίσειειειιειει...
Το δημοσιέυω εδώ , ελπίζοντας να μην σας κόψει η χέσα (Θα καταλάβετε σύντομα το λόγο...)

Ιντζόη...

ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ

(διήγημα του Φώτιου Α. Πρέκα)

Ο Ιάκωβος Κακαλής……..
Ήταν ένας τύπος που έτρωγε μόνο σκάτα και έβγαζε φαγητό από τον κώλο .Έχεζε τροφές χωρίς να χάσουν ούτε μια από τις βιταμίνες τους και ζεστές σαν να είχαν βγει μόλις τώρα από την κατσαρόλα . Σαν καλός χριστιανός που ήταν , κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία τάιζε τους φτωχούς της ενορίας με τις τροφές που έβγαζε από τον κώλο .
Όλοι τον αγαπούσανε .
Γυναίκα δεν είχε -ήταν λίγο σκατόφατσας- αλλά ούτε και παιδιά . Έμενε μόνος του στο τέρμα της πόλης μαζί με τον βάτραχο του τον «Κουάξ» .
Πολλές φιλίες δεν είχε μόνο με μια γειτόνισσα την Όλγα οπού τον γούσταρε .Αυτός όχι. Είχε κάνει αρκετές φορές έρωτα μαζί της , όχι βέβαια πρωκτικό . Θεωρούσε τον κώλο «πηγή ζωής» .
Δούλευε σε εκκενώσεις βόθρων και έτσι εξασφάλιζε χρήματα για να ζήσει και σκατά για να φάει .
Ένα βράδυ…… μετά από διασκέδαση σε κοσμικό μπαρ της πόλης , καθώς πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι , τον έπιασε μια τρελή λιγούρα .Τα μάτια του από την πείνα θόλωσαν , στο μυαλό του γύριζαν μικρά και αφράτα σκατουλάκια . Δεν ήξερε τι να κάνει . Άρχισε να μπαίνει από εστιατόριο σε εστιατόριο μπας και δεν έχουν καθαρίσει καμία λεκάνη τουαλέτας . Όλες καθαρές . Κανένα ίχνος σκατούλας . Κόντεψε να λιποθυμήσει από την πείνα .Η γεύση της κουράδας τον έχει εθίσει .Όμως η τύχη του χαμογέλασε .Σε ένα σκοτεινό σοκάκι διέκρινε μια σκατούλα να του λέει «φάε με».Το πρόσωπο του έλαμψε . Με γρήγορα βήματα έφτασε έως εκεί . Ήταν υπερφυσικά μεγάλη , γύρω στα 4 κιλά . Σκέφτηκε για μια στιγμή ότι ήταν πάνω στον δρόμο και σίγουρα θα ήταν βρόμικη .Γονάτισε και είπε…..
«Δεν γαμίεται θα την φάω.»
Την έφαγε με λαχτάρα και συνέχισε τον δρόμο του για το σπίτι .
Η τετράκιλη σκατούλα όμως του δημιούργησε στομαχικές διαταραχές για τον κοινό λαό γνωστό και σαν «κόψιμο» .Από την αναζήτηση τροφής έφτασε στην φάση του «εδώ και τώρα χεσίμο» .
Ήταν τυχερός .Βρήκε ένα χωράφι ήσυχο , χωρίς αγκάθια για να υπάρχει κίνδυνος να του τρυπήσουν την κωλοτρυπήδα του. Κατέβασε γρήγορα το παντελόνι και αμόλησε δύο κλανίδια πριν βγει η τροφή .
Όμως κάτι περίεργο συμβαίνει . Δεν βγήκε από τον κώλο του ούτε ντολμαδάκια ούτε μπριζόλα αλλά ούτε και όσπρια .Η θαυματουργή κωλοτρυπίδα του ξέβρασε ένα ανθρώπινο νεκρό σώμα .Οι αιμορροΐδες του πονέσανε .Μαζί και η ψυχή του .

«Το κακόμοιρο το παιδί ,κάποιος ανώμαλος κανίβαλος το τηγάνισε και το έφαγε» είπε . «Είναι δεν είναι 78 χρονών» ξαναείπε .Το κατάλαβε από την μασέλα και από το ζάρωμα του πέους .
Από το πουθενά ακούστηκε μια σειρήνα περιπολικού . Το «ίου ίου» τον έκανε ανίκανο να αντιδράσει και να σκεφτεί οτιδήποτε .Δύο οπλισμένοι αστυνομικοί εμφανίστηκαν και του φορέσανε χειροπέδες . «Σε πιάσαμε αλήτη τελικά , η μάνα του 78 χρόνου θα χαρεί πολύ» είπαν οι μπάτσοι.
Άντε να αποδείξει ο Ιάκωβος τώρα ότι δεν τον σκότωσε αλλά τον έχεσε .
Μπλέξιμο.......μεγάλο μπλέξιμο .
Η δίκη θα γινόταν στης 17 Μαρτίου δηλαδή ανήμερα της 18 Μαρτίου και μια μέρα μετά της 16 Μαρτίου . Μέχρι τότε τον είχανε σε ένα σκοτεινό κελί , δεμένο από το τρίτο δάχτυλο του αριστερού του ποδιού και από μια τρίχα που έχει στο δεξί του κωλομάγουλο . Του έλειπε το σκατό . Έμεινε 12 μέρες χωρίς να φάει τίποτα .Είχε κιτρινίσει ολόκληρος .Όλοι την μέρα τον μαστιγώνανε και του βγάζανε τις τρίχες από την μύτη .Τα βράδια -όποτε κοιμότανε- έβλεπε το ίδιο περίεργο όνειρο. Καβαλούσε τον βάτραχο του και ταξίδευε σε τόπους μακρινούς όπου κουράδες κρεμόντουσαν από δέντρα και θάλασσες από ευκοίλια .Η απόλυτη ευτυχία .
Όμως......
Ιάκωβε ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις , σήμερα αρχίζει η δίκη .
Το δικαστήριο είχε πλημμυρίσει από κόσμο. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου όταν είδα τον Ιάκωβο να καταδικάζεται σε 27 φορές ισόβια .Οι παρακάτω γραμμές θα περιγράψουν το τι έγινε εκείνη την καταραμένη μέρα .
-Δικαστής- «Να σηκωθεί ο κατηγορούμενος»
-Όχλος- «ουουουουυουου»
-Δικαστής- «Τι έχεις να πει κατηγορούμενε ?»
- Ιάκωβος- «Είμαι αθώος»
-Δικαστής- «Καλά , καταδικάζεται σε 27 φορές ισόβια»
-Όχλος- «γιούπιιιιιιιιι!!!!!»
-Δικαστής- «ΠΑΡΤΕ ΤΟΝ!!»
Οι χειροπέδες ξαναφορέθηκαν στα κιτρινισμένα χέρια του Ιάκωβου , το πλήθος του έριχνε καντήλια –ευτυχώς ήταν χωρίς λάδι- και ο δικηγόρος του , κοιτούσε την γωνία στο ταβάνι σαν να έψαχνε τον Θεό τυλιγμένο σε έναν ιστό αράχνης . Μόνο η Όλγα έκλεγε ...... μόνο αυτή .
Έναν όχημα της αστυνομίας που περίμενε έξω από το δικαστήριο, τον συνόδευσε στην νέα του κατοικία .Στις φυλακές «Μαργαρίτα μήπως κλαίς ? » .
Σε αυτό τουλάχιστον ήταν τυχερός.
Οι φυλακές «Μαργαρίτα μήπως κλαίς ? » εφαρμόζουν ένα νέο πρωτοποριακό σύστημα σωφρονισμού που όμοιο του δεν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη .Δίνουν σε κάθε κρατούμενο μια τάπα πρωκτοασφαλείας για να αποφεύγονται οι βιασμοί και μια μαργαρίτα για να βλέπουν άμα γυναίκες τους ,τους αγαπάνε ακόμα (με αγαπάει ,δεν με αγαπάει).Κάθε μήνα τους δίνουν και από μια καινούργια .
Ο Ιάκωβος συγκατοικούσε στο ίδιο κελί με ακόμα 3 άτομα.Τον Δαλάι Ούγκ όπου ήταν φακίρης και γνωστός και σαν καράφλας , τον Κωστάκη που ήταν 7 χρονών και τον Κλειδαρά που ήταν αγρότης .
Ο Δαλάι Ούγκ είχε μπει στην φυλακή επειδή είχε ξεχάσει το κρεβάτι του με τα καρφιά στην μέση του δρόμου με αποτέλεσμα να γίνει πολύνεκρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα , ο Κλειδαράς είχε χασισοκαλλιέργιες σε κάποιο νησί –νομίζω στην Λήμνο- και ο Κωστάκης βίαζε την καθυστερημένη ανάπηρη μάνα του .
Με τον Δαλάι Ούγκ και τον Κωστάκη έκανε καλή παρέα ,τα θεωρούσε καλά παιδιά .Τον Κλειδαρά όμως δεν τον γούσταρε καθόλου , τον χαρακτήριζε σαν «δολοφόνο της νεολαίας» .
Οι μέρες στην φυλακή περνούσαν ήρεμα . Ξυπνούσε στις 7 το πρωί οπού τους έπαιρνε αναφορά ο δεσμοφύλακας ,ύστερα πήγαινε στις τουαλέτες για φαγητό , στις 10 πάλι στις τουαλέτες για να τις «καθαρίσει» ,το μεσημέρι και το απόγευμα κουβεντούλα και βόλτα στο προαύλιο και το βράδυ έκανε στοματικό έρωτα σε ισοβίτες .Ήταν αδύνατον να το αποφύγει .
Του έλειπε η ζωή του όμως έξω από την φυλακή . Ο βάτραχος του , η δουλεία του μέχρι και η Όλγα .Πολλές φορές κοίταζε από το παράθυρο της φυλακής και έβαζε τα κλάματα . Σκεφτόταν πολλές φορές άμα υπάρχει Θεός άλλα αμέσως τα λόγια του παπά-Γιάννη στροβιλίζανε στο μυαλό του. «Ο Θεός είναι αληθινός και υπάρχει , τον είδα» . «Γιατί να μου πει ψέματα ?» αναρωτιόταν .
Ένα βράδυ καθώς έπαιζε «μακριά γαϊδούρα» με τους άλλους φυλακισμένους –χε χε ωραίο παιχνίδι- τον έπιασαν τρομεροί πόνοι στο στομάχι . Κάτι από μέσα σαν να ήθελε να βγει . Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει . Με βαθιές ανάσες προσπάθησε να αποβάλει τον πόνο.
Ο Δαλάι Ούγκ και ο Κωστάκης τον μεταφέρανε έως στο γιατρό της φυλακής . Μαζί του θα ζήσουν ένα ανεξήγητο φαινόμενο πέρα κάθε λογικής .
«Γρήγορα γρήγορα ξαπλώστε τον στο κρεβάτι» τους είπε ο γιατρός .
«Γιατρέ νοιώθω το στομάχι μου σαν να το κλώτσαει ένας ζωντανός οργανισμός από μέσα ...... Τώρα κατευθύνεται προς το παχύ έντερο.... .Τι πόνος είναι αυτός !!..... Προσπαθεί βγει από τον πρωκτό μου !!» Όλοι περιμένανε να δούνε τι σκατά θα βγει από τον κώλο του Ιάκωβου .
Ένα παιδί....ένα όμορφο κοριτσάκι είχε «γεννηθεί». Το κλάμα του πάγωσε την φυλακή .
Ο Ιάκωβος πλέον δεν πονάει και κρατάει στην αγκαλιά του το παιδί . «Θα το ονομάσω Μαργαρίτα , όπως το όνομα της φυλακής» είπε .
«Καλά αυτό πως μπορεί να έχει γίνει ? Είναι άντρας !» ήταν τα λόγια του γιατρού . Ο Ιάκωβος χαμογέλασε και είπε στον γιατρό την ιδιαιτερότητα που έχει . «Ίσως γιατρέ το σπέρμα από τον στοματικό έρωτα που κάνω κάθε βράδυ στους ισοβίτες σε συνδυασμό ότι μια φορά καταλάθος έφαγα μια ματωμένη σερβιέτα στις τουαλέτες του προσωπικού της φυλακής έφεραν αυτό το αποτέλεσμα» , κανείς δεν ξέρει . Ο Ιάκωβος πήρε το δρόμο προς το κελί του . Τώρα εκτός από τον εαυτό του έπρεπε να φροντίζει και την μικρή Μαργαρίτα.Είναι πλέον πατέρας μαζί και μητέρα ......ίσως και τίποτα από τα δύο .
Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στην φυλακή . Όλοι πλέον κοιτούσαν τον Ιάκωβο πιο ανθρώπινα .Μέχρι και οι ισοβίτες . Αλλά όχι και ο διοικητής της φυλακής .
Ο Σταμάτης Πέρδικας θεωρείται από τους πιο σκληρούς διοικητές που πέρασαν . Φήμες λένε ότι έχει στην φυλακή ένα προσωπικό χώρο γεμάτο εργαλεία βασανισμού και περνάει την ώρα του εκεί βγάζοντας τα νύχια των κρατούμενων και κόβοντας τα γεννητικά τους όργανα .
«Θέλω τον Ιάκωβο Κακαλή στο γραφείο μου !»
Δύο δεσμοφύλακες τον συνοδεύσανε μέχρι το γραφείο του διευθυντή .Πάνω στο γραφείο του είχε αραδιασμένα χαρτιά καθώς και μια φωτογραφία με την γυναίκα του .Αυτός κοιτούσε από το παράθυρο χωρίς να του δώσει προσοχή . Μετά από λίγα λεπτά αναμονής , στράφηκε προς το μέρος του Ιάκωβου και του είπε .
«Κάτσε»
Ο Ιάκωβος κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το γραφείο του διευθυντή .
«Έμαθα ότι γέννησες ένα κοριτσάκι . Είναι πραγματικά περίεργο αλλά έγινε και είναι ένα χαρούμενο γεγονός για το σωφρονιστικό μας ίδρυμα . Θα έλεγα δώρο θεού γιατί εγώ και η γυναίκα μου δεν καταφέραμε ποτέ να κάνουμε ένα παιδάκι . Θα σου προσφέρω τα πάντα για να βελτιώσω την ζωή σου εδώ μέσα αρκεί να μου δώσεις το παιδί .....
«Όχι κύριε αυτό δεν γίνεται» απάντησε ο Ιάκωβος .
«Καλά δεν θα σε ρωτήσω κιόλας , πάρτε τον στο δωμάτιο βασανιστηρίων και φέρτε το παιδί του σε μένα !»
«Όχιιιιιιιιι!!!!» ήταν η τελευταία λέξη του Ιάκωβου πριν τον σκοτώσουν .
Ο θάνατος του μαθεύτηκε γρήγορα στην φυλακή . Ο Δαλάι Ούγκ από την στεναχώρια του αυτοκτόνησε , ο Κωστάκης το έριξε στο αλκοόλ και στον χριστιανισμό ενώ ο Κλειδαράς μαζί με τους ισοβίτες ασέλγησαν στο νεκρό κορμί του Ιάκωβου για τελευταία φορά .
Κηδεία δεν έγινε , άνοιξαν έναν λάκκο στο προαύλιο της φυλακής και τον πέταξαν μέσα μαζί με τον αγαπημένο του βάτραχο τον «Κουάξ» .
Τώρα το πνεύμα του Ιάκωβου Κακαλή περιπλανιέται σε μια διάσταση που κανένας ζωντανός οργανισμός δεν ξέρει .

Βλέπει πολύχρωμα φώτα να φεύγουν σαν να είναι τρομαγμένα και γέλια μικρών παιδιών να του τρυπάνε τα αφτιά . Γονάτισε και είπε μια προσευχή που του είχαν μάθει όταν ήταν μικρός αλλά τίποτα .Τα γέλια από τα μικρά παιδιά δυνάμωναν . Δεν άντεξε άλλο και πέθανε . Τελικά μετά τον θάνατο υπάρχει θάνατος .
Τώρα δεν είναι τίποτα , ούτε πνεύμα , ούτε ψυχή . Έγινε μια μικρή κουκίδα άμμου και έπεσε στην Γή . Η φύση τίποτα δεν αφήνει να πάει χαμένο . Το νέο του σπίτι βρίσκεται σε μια χωματερή κάπου στην Λήμνο .Εκεί δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από σκουπίδια . Ένας εργάτης πετάει από μια σκουπιδιάρα τα τελευταία σκουπίδια πριν σχολάσει . Ένας δυνατός αέρας σήκωσε σκόνη και μαζί και τον Ιάκωβο όπου κόλλησε στα μαλλιά του εργάτη .Θα ήθελε πολύ να χαιρετήσει από εκεί ψιλά τις άλλες πετρούλες άλλα δεν έχει χέρια . Το ταξίδι του δεν κράτησε πολύ , το σπίτι του Μανώλη του σκουπιδιάρη ήταν εκεί κοντά .
Μπήκε στο σπίτι φίλησε στον στόμα τον σύντροφο του τον Κυριάκο και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο . Πριν το ντουζ πάντα έκανε το «χοντρό» του , γνωστό σε όλο τον κόσμο και σαν χέσιμο . Εκείνη την στιγμή ο Ιάκωβος , η μικρή κουκίδα άμμου , έφυγε χωρίς να το θέλει από τα μαλλιά του Μανώλη και έπεσε πάνω σε μια σκατούλα μέσα στην λεκάνη. Μαζί της ταξίδεψε μέχρι τον βόθρο . Ο Ιάκωβος , η μικρή κουκίδα άμμου άρχισε να μεγαλώνει ! Στην αρχή έγινε μια μεγάλη πέτρα οπού έσπασε σαν αβγό . Μέσα της ένα μωρό οπού λεπτό με το λεπτό μεγάλωνε .Η αναγέννηση του Ιάκωβου Κακαλή δεν άργησε να γίνει . Έφτασε μέχρι την ηλικία οπού είχε πεθάνει , δυνατός και έτοιμος για εκδίκηση .
Τα χρόνια είχαν περάσει και η κοινωνία είχε αλλάξει προς το χειρότερο . Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε μπει για τα καλά στην ζωή του κάθε πολίτη .Πλούσιοι αναρχικοί για να περάσουν την ώρα τους καταστρέφουν ότι βρουν μπροστά τους και μπάτσοι να σκοτώνουν δίχως δισταγμό . Αμέτρητες κάμερες στους δρόμους να παρακολουθούν την κάθε κίνηση . Ο υπόλοιπος κόσμος απλά πεινούσε , δεν έχει χρήματα ούτε καν για τα απαραίτητα .Δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ .
Ο Ιάκωβος Κακαλής όταν έμαθε ότι είχαν περάσει 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που τον είχε σκοτώσει ο διεφθαρμένος διευθυντής της φυλακής
Σταμάτης Πέρδικας φρίκαρε . Η αγαπημένη του κόρη Μαργαρίτα είναι πλέον συνομήλικη του και πολύ δύσκολα θα την έβρισκε . Όμως ήταν αποφασισμένος να την βρει . Πριν κάνει οποιαδήποτε σκέφτηκε να περάσει πρώτα από το σπίτι του για να ξεκουραστεί μερικές ώρες . Οι δρόμοι της πόλης είχαν αλλάξει και οι τεράστιες πολυκατοικίες είχαν αντικαταστήσει τα σπιτάκια με τις αυλές .
«Άραγε πως θα βρω το δικό μου σπίτι?» αναρωτήθηκε . Η απάντηση δεν θα αργήσει να έρθει .

Το σπίτι του το βρήκε ακριβώς όπως το άφησε . Πάλι καλά . Τράβηξε το χαλάκι της εξώπορτας οπού πάντα έκρυβε τα κλειδιά εκεί και για καλή του τύχη τα βρήκε . Άνοιξε την πόρτα βιαστικά . Εσωτερικά το σπίτι ήταν τακτοποιημένο . Άνοιξε τα παράθυρα για να μπει λίγο καθαρός αέρας . Κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα και έβαλε στο πικάπ ένα δίσκο των Def Leppard . Η μελωδία της rock μουσικής συνοδεύτηκε και με ένα ποτήρι ουίσκι . Είναι πολύ κουρασμένος . Τα βλέφαρα του είχαν αποφασίσει να κλείσουν άλλα το κουδούνι τις εξώπορτας τους χαλάει τα σχέδια .Ποιος να είναι άραγε ? Ο Ιάκωβος αναστατώθηκε , από το μυαλό του πέρασαν χίλιαδυο άσχημα πράγματα . Ανακουφίστηκε όταν άνοιξε την πόρτα και είδε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα .
«Ιάκωβε ? Δεν το πιστεύω ! Εσύ είσαι ? Νόμιζα ότι πέθανες !»
« Ποιά είσαι ?» της απάντησε ο Ιάκωβος .
« Η Όλγα η παλιά σου φίλη ! Που ήσουν όλα αυτά τα χρόνια ?»
«Όλγα μου !» την αγκαλιά και την φίλησε (χωρίς γλώσσα) .
« Άμα σου πω τι πέρασα όλα αυτά τα χρόνια δεν θα με πιστέψεις . Καλά πως κατάλαβες ότι επέστρεψα ?»
« Κάθε μέρα περνάω έξω από το σπίτι σου , κάθομαι στο πλατύσκαλο και κλαίω . Ξέρεις καλά ότι σε αγαπούσα»
«Το ξέρω Όλγα μου ....... το ξέρω . Έλα πέρασε μέσα στο σπίτι μου»
Κάθισαν πολλές ώρες μαζί αναπολώντας τα χρόνια που περάσανε . Ο Ιάκωβος της εμπιστεύτηκε ότι είχε μια κόρη και ότι από εδώ και πέρα ο σκοπός της ζωής του είναι να την βρει . Φάγανε μαζί , η Όλγα έχεσε σε ένα πιάτο και αυτός αφόδευσε μια τηγανιά . Δύο αρωματικά κεριά κάνανε ευχάριστη την ατμόσφαιρα και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί έφερε το χαμόγελο . Στο τέλος την παρακάλεσε να του κάνει στοματικό έρωτα και αυτή δεν είπε όχι . Η Όλγα έφυγε αργά το βραδύ και ο Ιάκωβος ξάπλωσε στο κρεβάτι του μετά από τριάντα χρόνια . Μια νέα μέρα ξημερώνει .......
Μια ακτίνα ηλίου του τρύπησε το δεξί μάτι και ξύπνησε .Έξυσε λίγο το πέος του και πήρε τον δρόμο για την τουαλέτα . Ντύθηκε , ήπιε ένα καφέ και βγήκε έξω . Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να περάσει από την φυλακή μήπως και μάθαινε κάτι για τον Σταμάτη Πέρδικα , τον αδίστακτο διευθυντή που του έκλεψε την κόρη .Όμως όταν έφτασε εκεί είδε ότι φυλακή δεν υπήρχε . Ένα δάκρυ κύλησε στο δεξί του μάγουλο . Όλη αυτή η έκταση είχε γίνει βιβλιοθήκη .
« Έλα ρε φιλαράκι , γιατί κάθεσαι και χαζεύεις την βιβλιοθήκη ? Άμα θέλεις να της ρίξεις καμιά μολότοφ είμαστε και εμείς μέσα!»
Ο Ιάκωβος γύρισε το κεφάλι του και είδε δύο άτομα .
«Ποιοι είσαστε εσείς ?» τους ρώτησε .
«Έλα ρε μουνί , δεν πιστεύω να είσαι μπάτσος ?» του απάντησε ο άλλος .
«Όχι δεν είμαι . Εδώ παλιά υπήρχε μια φυλακή και ήμουνα κρατούμενος σε αυτήν . Τώρα ψάχνω να βρω την κόρη μου .»
«Οοοοο ρε φιλαράκι και εσύ κατά του νόμου είσαι . Γαμώ ! Έλα μαζί μας . Μπορεί και να σε βοηθήσουμε .....»
Ο Ιάκωβος τους ακολούθησε , περπάτησαν αρκετά και μπήκανε σε μια κατάληψη .
Φώτης και Αλέκος λέγονται τα δύο παιδιά που γνώρισε τυχαία έξω από την βιβλιοθήκη . Ο Φώτης ήταν πρώην στρατιωτικός και τα παράτησε για να ενταχθεί στον Επαναστατικό Αγώνα Ενάντια Σε Ότι Τους Εκνευρίζει . Ο Αλέκος πάλι μια ζωή έξυνε τα αρχίδια του σαν πλούσιος φοιτητής που ήταν . Αυτός είχε ενταχθεί στο Επαναστατικό Αγώνα Κατά Της Ελληνικής Αστυνομίας (μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι) .Καλά παιδιά φαίνονται .
Μέσα στην κατάληψη υπήρχε ένα μικρό καφενείο οπού κάθισαν εκεί για να τα πουν . Μαζί τους κάθισε και Χρυσός –περίεργο όνομα- οπού αυτός ήταν στον Επαναστατικό Αγώνα «Δεν Γουστάρω Τον Πατέρα Μου Και Του Καίω Την Τράπεζα Του» . Οι τέσσερις τους κάνανε μια πολύ σοβαρή και σε βάθος κουβέντα .
Ιάκωβος « Ρε παιδιά εσείς για ποιο σκοπό τα κάνετε όλα αυτά ?»
Φώτης « Το κράτος ρε Ιάκωβε ... το κράτος»
Αλέκος «και οι μπάτσοι»
Χρύσος «εγώ πιστεύω ότι το χρήμα φταίει για όλα»
Ιάκωβος «Ναι ρε παιδιά .... δεν διαφωνώ..... αλλά με την βία δεν γίνεται τίποτα»
Χρύσος «Αφού δεν βάζουν μυαλό τα μουνιά , οι μπάτσοι μας βαράνε και εμείς τι θες να κάνουμε ? Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια ?
Αλέκος «Και η Αμερική αυτή η σκατοχώρα που να πεθάνουν όλοι τους»
Ιάκωβος « Οκ , μπορούμε να αλλάξουμε κουβέντα όχι ότι δεν με νοιάζουν αυτά που λέτε αλλά με νοιάζει πιο πολύ να βρω την κόρη μου»
Φώτης «Ναι ρε φιλαράκι , μισό λεπτό να φέρω το laptop να ψάξουμε στο internet»
Ιάκωβος «Ωραία»
Φώτης « Για να δούμε ..... πως λέγεται η κόρη σου?»
Ιάκωβος « εεε.... θα πρέπει να λέγεται Μαργαρίτα Πέρδικα.»
Φώτης «Ρε μεγάλε αύτη είναι η γυναίκα του πρωθυπουργού!»
Ιάκωβος « Όπα μισό λεπτό.... για ψάξε για τον υποτιθέμενος πατέρας της ...... Σταμάτης Πέρδικας λέγεται..
Αλέκος «Καλά που ζεις ? Αυτός είναι ο υπουργός δημόσιας τάξης!»
Ιάκωβος «Κατάρα , τώρα τι θα κάνω ρε γαμώτο ? Παιδιά πρέπει να φύγω .... θα τα ξαναπούμε ελπίζω σύντομα .»
Ο Ιάκωβος έφυγε από την κατάληψη με σκυμμένο το κεφάλι . Έχει βρεθεί σε απόγνωση.... πραγματικά δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει . Άρχισε να μισεί τους πάντες και τα πάντα . Σκέφτηκε ότι η ζωή του πλέον δεν έχει κανένα νόημα . Καλύτερα να της δώσει ένα τέλος .
Η μοναξιά που έχει στην ψυχή του δεν πρόκειται ποτέ να σβήσει .
Ανέβηκε στην ταράτσα ενός ψηλού κτηρίου , έκλεισε τα μάτια του και πήδηξε στο κενό . Ένα αγροτικό φορτηγάκι έτυχε να περνάει εκείνη την στιγμή και ο Ιάκωβος Κακαλής έπεσε πάνω στο άχυρο που είχε φορτωμένο . Για καλή ή για κακή του τύχη δεν σκοτώθηκε .Έφτυσε μερικά άχυρα που είχε στον στόμα και άρχιζε να φωνάζει τον οδηγό να σταματήσει για να κατεβεί αλλά αυτός είχε δυνατά το καινούργιο cd του Τερλέγκα και δεν τον άκουγε . Βγήκαν έξω από την πόλη και πήραν την εθνική οδό . Το ταξίδι τους κράτησε τέσσερις ολόκληρες ώρες ώσπου έφτασαν σε ένα μακρινό ορεινό χωριό .
«Ποιος είσαι εσύ ?» Ήταν τα πρώτα λόγια του γιδοβοσκού μόλις είδε τον Άγγελο πάνω στη καρότσα .
«Εεε … Ιάκωβος ….. Ιάκωβος Κακαλής λέγομαι και πραγματικά σου ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση»
«Καλά….. και τι γυρεύεις πάνω στην καρότσα μου ?»
«Άσε αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία» του απάντησε ο Ιάκωβος .
«Εντάξει φιλέ …. Έλα κατέβα από την καρότσα και πάμε σπίτι να τα πούμε καλύτερα .
Σάκης Τσαλουχίδης το όνομα του γιδοβοσκού . Ένας όμορφος τριανταπεντάρης με το πιο γλυκό χαμόγελο που έχω δει στην ζωή μου . Το σώμα του χωρίς καμιά ατέλεια .Το αλέτρι και το άρμεγμα έκαναν καλά την δουλειά τους -γεια σου αγροτιά με τα όμορφα αγόρια σου !-
Το μόνο άσχημο πάνω του ήταν το καπέλο του ναύτη που φορούσε και ποτέ δεν το έβγαζε από το κεφάλι του .
«Σε ευχαριστώ πολύ Σάκη που με δέχτηκες στον σπίτι σου .» Ήταν τα πρώτα λόγια του Ιάκωβου μόλις κάθισε στο τραπέζι του σπιτιού του Σάκη . Με την συνοδεία ενός γάλατος , ο Ιάκωβος διηγήθηκε στον Σάκη περιληπτικά την ιστορία του. Η έκπληξη ήταν ζωγραφισμένη στο βλέμμα του .
«Γίνονται αυτά τα πράγματα στον κόσμο ? Απίστευτο ! Πως μπορώ να σε βοηθήσω ?»
«Σάκη μου άμα σου είναι εύκολο θέλω να με φιλοξενήσεις κάποιες μέρες στο σπίτι σου και εγώ θα σε βοηθήσω στην δουλειά σου .»
Ο Σάκης δέχτηκε και ένα όμορφο χαμόγελο άστραψε στο γλυκό του πρόσωπο . Ήρθε το βράδυ και οι δυο άντρες ετοιμαστήκαν να πάνε για ύπνο.
«Ιάκωβέ μου βολέψουν στον καναπέ , πάρε και δυο χειροποίητες κουβέρτες που έφτιαξα με τα χεράκια μου » Ήξερε να δουλεύει καλά τον αργαλειό . Ο Ιάκωβος έκλεισε τα μάτια αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί . Το μυαλό του βασανιζότανε με άσχημες σκέψεις .Του πήρε πολύ ώρα για να καταφέρει να κοιμηθεί . Το βράδυ πέρασε και ο ήλιος άρχισε δειλά δειλά να βγαίνει . Ο κόκορας από το διπλανό κοτέτσι άρχισε αφηνιασμένα να κακαρίζει .
«Θεέ μου πόσο μπορεί να σπάει αρχίδια αυτό το κωλόπουλο?» ήταν η πρώτη σκέψη του Ιάκωβου. Άνοιξε τα μάτια και το θέαμα που αντίκρισε μπροστά του ήταν άκρως εντυπωσιακό . Ήταν η στιγμή που βγήκε ο Σάκης από το μπάνιο ολόγυμνος . Κάτω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς του , πρόβαλε το τεράστιο πέος του . Είκοσι δύο εκατοστά έτοιμα να ικανοποιήσουν κάθε σεξουαλική φαντασίωση .
«Συγνώμη Ιάκωβε , νόμιζα ότι κοιμόσουν» ήταν τα λόγια του Σάκη όπου πήρε γρήγορα μια πετσέτα και έκρυψε το επίμαχο σημείο .
«Δεν πειράζει … σπίτι σου είναι…. Μπορείς να κυκλοφορείς όπως θέλεις» απάντησε ο Άγγελος .
«Έφτιαξα πρωινό , μερικά αυγά , γάλα …..άνοιξα και μια κονσέρβα κομπόστα ……ελπίζω να σου αρέσει .»
«Σάκη δεν χρειαζόταν να τα κάνεις όλα αυτά και με το πρωινό σου χέσιμο βολευόμουνα . Πάω στην τουαλέτα και έρχομαι στην κουζίνα» .
Οι δυο άντρες αφού φάγανε , πήραν το τρακτέρ και ξεκινήσανε για την δουλειά .
Οι πλακόστρωτοι στενοί δρόμοι του χωριού και η ομίχλη που το έπνιγε του έδιναν ένα γοτθικό χαρακτήρα . Μερικά κεφάλια ξεπρόβαλαν από τις αυλές των σπιτιών όλο περιέργεια να δουν ποιος είναι ο νέος επισκέπτης του χωριού .
«Αλήθεια Σάκη ξέχασα να σε ρωτήσω…. πως λέγεται το χωριό ?»
«Άγια Καριόλα η Αναμάρτητη» του απάντησε .
«Λίγο περίεργο δεν είναι για όνομα χωριού?»
«Εεε δεν νομίζω . Βασικά το όνομα του χωριού προέρχεται από μια πρωτευουσιάνα γυναίκα που βοηθούσε τις άπορες οικογένειες του χωριού και επιμελήθηκε στην κατασκευή ενός σύγχρονου γηπέδου γκολφ . Μετά τον θάνατο της άφησε ένα σημείωμα όπου εξηγούσε που έβρισκε όλα αυτά τα χρήματα . Παντρευόταν πλούσιους άντρες τους σκότωνε και έπαιρνε την περιουσία τους . Οι κάτοικοι του χωριού για να την τιμήσουν έφτιαξαν μια εκκλησία οπού εκεί θα δεις σε εικόνα ζωγραφισμένο το αιδοίο της .»
«Ααα ωραία , κάποια στιγμή θα πάμε να το δούμε να ανάψουμε και κανένα κεράκι » του απάντησε ο Ιάκωβος .
Η βόλτα είχε φτάσει στο τέλος της . Είχανε φτάσει στο μαντρί που έμοιαζε σαν …… μαντρί .
«Να Ιάκωβε, αυτή είναι η μάντρα μου και γύρω από αυτήν τα χωράφια μου . Θα αρμέξουμε πρώτα τα γίδια και στην συνέχεια θα σπείρουμε τα χωράφια . ΟΚ ?»
«ΟΚ φίλε μου»
Οι μέρες περνούσαν και ο Ιάκωβος Κακαλής ένιωθε μια βαθιά ικανοποίηση . Μετά από πολύ καιρό είχε ηρεμήσει .Από το πρωί μέχρι το απόγευμα στην δουλειά και το βράδυ είχαν καθιερώσει «κινηματογραφική πρεμιέρα» . Πηγαίνανε στο video-club της γειτονιάς και νοίκιαζαν ταινίες . Ο Σάκης προτιμούσε τα western κάτι που δεν άρεσε στον Ιάκωβο αλλά πάντα υποχωρούσε . Ένα βράδυ πηγαίνοντας στο movie – gastouni o Ιάκωβος είπε στον Σάκη .
«Το θεωρώ λίγο φασιστικό να διαλέγεις πάντα εσύ τι ταινία θα δούμε.»
Το όμορφο πρόσωπο του Σάκη μάζεψε σαν σφουγγάρι και μερικά δάκρυα πρόβαλαν από τα γαλάζια μάτια του . Τα χέρια του πήραν κατεύθυνση προς στον γιακά του Ιάκωβου και με μανία τον ταρακουνούσαν .
«Γιατί το λες αυτό?» Η φωνή του ακούστηκε μέχρι και στην ψηλότερη βουνοκορφή της περιοχής . Ο Ιάκωβος δεν είπε κουβέντα αλλά ένα ρίγος πέρασε γρήγορα από το κορμί του . Το βρήκε αρκετά ερεθιστικό .Ο Σάκης κατέβασε τα χέρια του , σκούπισε τα μάτια του και συνέχισε την πορεία του για το video-club . Από πίσω τον ακολούθησε και ο Ιάκωβος .
Από συνήθεια ο γιδοβοσκός κατευθύνθηκε προς το ράφι με τα western αλλά πολύ γρήγορα έστρεψε το βλέμμα του προς τον Ιάκωβο και του είπε ότι μπορεί να διαλέξει όποια θέλει αυτός . Ο αυτός με την σειρά του , του χάρισε ένα χαμόγελο και του ζήτησε συγνώμη που τον στεναχώρησε .Η παρεξήγηση είχε τελειώσει . Βγαίνοντας από το video-club ο Ιάκωβος κρατούσε στα χέρια του το «αγάπα με αν τολμάς» μια γαλλική ερωτική ταινία . Πήγανε στο σπίτι φάγανε και κάθισαν μπροστά στην plasma .
Ένα άντρας και μια γυναίκα μέσα σε ένα λάκκο αγκαλιασμένοι και μια μπετονιέρα από πάνω τους να ρίχνει υγρό μπετό ήταν το τέλος της ταινίας . Ο Σάκης έκλαψε από συγκίνηση –δεύτερη φορά σήμερα- έστρεψε το πρόσωπο του προς το πρόσωπο του Ιάκωβου και τον φύλησε με πάθος . Αυτός ανταπόδωσε το φιλί και έβγαλε γρήγορα τα ρούχα του ξεχνώντας τις προκαταλήψεις του για το πρωκτικό sex . Το πρωί ο κόκορας από το διπλανό κοτέτσι βρήκε τους δύο άντρες αγκαλιά στην φλοκάτη του σαλονιού . Ναι ήταν πλέον ζευγάρι ! Ο Ιάκωβος πιο ευτυχισμένος από ποτέ .Οι επόμενοι έξι μήνες ήταν οι καλύτεροι της ζωής του . Όμως η μοίρα του έπαιξε ένα ακόμη άσχημο παιχνίδι .
Ήταν ένα πρωινό του Αυγούστου .Ο Ιάκωβος είχε ένα κακό προαίσθημα. Φίλησε στο μάγουλο τον Σάκη και έβαλε τα κλάματα .
«Γιατί κλαίς αγάπη μου?» τον ρώτησε με απορία .
«Δεν ξέρω ……σήμερα πιστεύω ότι θα γίνει κάτι πολύ κακό .Καλά είναι να προσέχουμε .»
«Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να γίνει τίποτα κακό . Άντε πάμε τώρα γιατί αργήσαμε και τα γίδια θα παραπονιούνται ….»
« Σάκη θα μου κάνεις μια χάρη?»
«Ότι θέλεις»
«Προλαβαίνουμε να πάμε να ανάψουμε ένα κεράκι στην «Άγια Καριόλα την Αναμάρτητη?»
«Και βέβαια»
Τα ζωντανά της μάντρας όποτε έβλεπαν το τρακτέρ να έρχεται κάνανε χαρούλες .Ήξεραν ότι η πρώτη δουλειά που θα έκαναν οι δύο άντρες ήταν να πάνε και να τα ταΐσουν . Εκείνη την μέρα στεκόντουσαν σαν αγάλματα και τους κοιτούσαν χωρίς να αγγίξουν καθόλου το φαγητό τους . Ο Σάκης δεν έδωσε πολύ σημασία σε αντίθεση με τον Ιάκωβο που πανικοβλήθηκε .Δεν είπε τίποτα όμως γιατί ήδη του είχε πρήξει όλο το πρωινό τα αρχίδια . Ο Σάκης πήρε την κομπίνα και άρχισε να θερίζει τα χωράφια ενώ ο Ιάκωβος συνέχισε το άρμεγμα .Όλα κυλούσαν καλά μέχρι που η καμπάνα της εκκλησίας στο χωριό άρχισε να χτυπά ασταμάτητα και δυνατά . Και οι δύο τους σταμάτησαν την δουλειά και κοίταξαν προς το χωριό . Ένα τεράστιο μερμήγκι εμφανίστηκε από το πουθενά και πήρε κατεύθυνση προς το χωριό . Το περπάτημα του τράνταζε την γη . Σε μερικά δευτερόλεπτα ήδη είχε φτάσει . Άνοιξε το τεράστιο στόμα του και με τις δαγκάνες έπιανε ότι έβρισκε μπροστά του και το έτρωγε . Οι χωριανοί άρχισαν να το πυροβολούν με καραμπίνες και με δίκαννα αλλά ούτε καν το τραυμάτισαν. Συνέχισε ανενόχλητο την «δουλεία» του μέχρι που καταβρόχθισε όλο το χωριό . Ένα σμήνος από f-16 εμφανίστηκαν στον ορίζοντα και άρματα από πίσω να τα ακολουθούν .
Ο Ιάκωβος και ο Σάκης είχαν μείνει σαν αγάλματα και συνέχιζαν να παρακολουθούν . Τα f-16 προσέγγισαν το τεράστιο μερμήγκι και άρχισαν να το χτυπούν με βόμβες ανελέητα . Το ίδιο κάνανε και τα άρματα . Το μερμήγκι είδε ότι ήταν σκούρα τα πράγματα και εξαφανίστηκε .
Η τεχνολογία των Αμερικάνων για ακόμα μια φορά έσωσε τον πλανήτη γη και εμείς οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε .
«Ιάκωβε το σκοτώσανε!!! Σωθήκαμε!!» είπε ο Σάκης και όρχησε να τρέχει προς το μέρος του Ιάκωβου . Ένα λυχνάρι κρυμμένο σε κάτι χόρτα, ήταν η αιτία να σκουντουφλήσει ο Σάκης και να χτυπήσει το κεφάλι του σε έναν βράχο.
«Σακήηηη!!!» φώναξε ο Ιάκωβος και έτρεξε να τον βοηθήσει . Η καρδιά του είχε πάψει να λειτουργεί .Το κεφάλι του είχε γίνει πελτές .Ήταν νεκρός . Ο Ιάκωβος άρχισε να ουρλιάζει . Έστρεψε το βλέμμα του προς το λυχνάρι .Έβγαλε από την τσέπη ένα πανί και άρχισε να το τρίβει. Αυτό κράτησε για πέντε λεπτά περίπου .Ήταν μια αδικαιολόγητη ενέργεια . Το αφήνει από τα χέρια του και αρχίζει να τρέχει . Κανένας από τότε δεν τον είδε , αφού κανένας δεν τον ήξερε .Ούτε και εγώ , κάηκε βλέπεις αυτή η μαλακία το μόνιτορ από το διαστημικό σταθμό που είμαι , με αποτέλεσμα να γίνει αδύνατη η παρακολούθηση του .

τέλος

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

To τελευταίο ταξίδι του μάγου - αυτοκράτορα (μερος 5)

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Ο Κίρινταν Μπάουγκριμ έπαιζε νευρικά τα δάχτυλά του μουρμουρίζοντας ένα πρόστυχο τραγουδακι, καθώς το πλήθος συγκεντρωνόταν για ακρόαση στην ψαρωτικά (οφείλουμε να ομολογήσουμε) στολισμένη αίθουσα του θρόνου . Σπαθιά , ασπίδες και πολεμικοί πέλεκεις κρέμονταν στους τοίχους , αστράφτοντας κόκκινα στο φώς της αυγής σαν μαγεμένα απο το χέρι κάποιου πολεμόχαρου κι αιμοδιψούς θεού . Τεράστια αψιδωτά παράθυρα κατά μήκος της αίθουσας εβλεπαν προς τα μακρυνά βουνά και τον ήλιο που ανέτειλε στο βάθος , σηματοδοτώντας την αρχή μιας μέρας που πολλοί θα θυμόντουσαν πικρά στο δύσκολο μέλλον που η μοίρα επεφύλασσε για το ισχυρό βασίλειο . Απο το ταβάνι κρέμονταν λάβαρα με τα οικόσημα των οικογενειών που πέρασαν απο την διακυβέρνηση της χώρας και μέσα σε αυτά ξεχώριζε σκοτεινό και δυσοίωνο εκείνο με το κρανίο και το μισοφέγγαρο , το αρχαίο οικόσημο των Μπάουγκριμ , της φατρίας απο την οποία προέρχονταν και ο Κίρνταν . Το αίμα και η προδοσία ακολουθούσαν τον θυρεό της οικογένειας καθώς γενιά με γενιά , δολοπλόκοι και αδίστακτοι κληρονόμοι άνοιγαν υπομονετικά το δρόμο προς την κατάληψη της εξουσίας και το πολυπόθητο στέμμα . Και ως κατάληξη όλων αυτών , ο τελευταίος , ο μοναδικός με καποια ίχνη ηθικής μέσα σε μία ολόκληρη γενεολογική γραμμή καθαρμάτων , άτεκνος (και λίαν συντόμως μακαρίτης ) απόγονος της φατρίας , καθόταν στον αρχαίο θρόνο με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη .

Προσπαθώντας να κατευνάσει την νευρικότητά του και να υπομείνει την αναμονή , ο Κίρινταν παρατηρούσε αφηρημένα τις τοιχογραφίες που γέμιζαν τον χώρο. Μπροστά του παρήλαυναν επικά κατορθώματα , ένδοξοι βασιλιάδες και ήρωες του παλιού καιρού, που αντιπαραβάλλονταν χτυπητά με τον συρφετό απο τα κακομοιριασμένα και μίζερα ανθρωπάκια που προσέρρεαν άφθονα να ακούσουν την εξαγγελία του . Άφησε τις σκέψεις του να ταξιδέψουν για λίγο , ύστερα τις ξανακάλεσε κοντά του κι αφού πλέον διαπίστωσε πως όλα ήταν έτοιμα , ύψωσε τη φωνή του ώστε να καλύψει την ολοένα αυξανόμενη φλυαρία του πλήθους .

"ΒΓΑΛΤΕ ΟΛΟΙ ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ!!!" , απαίτησε με τσαμπουκά ο Κίρινταν , και όλοι έκαναν αμέσως τουμπεκί ψιλοκομμένο . "Καλύτερα τώρα..." , είπε ικανοποιημένος και συνεχισε , " Όπως όλοι γνωρίζετε , ο Βασιλίας σας , εγώ , σύντομα θα εγκαταλείψω τα εγκόσμια " . " Μα,καλέ μου άρχοντά , μην λές τέτοια λόγια!!!Η επιστήμη κάνει θαύματα την σήμερον ημέρα..." , τον διέκοψε βιαστικά ο Βασιλικός γιατρός και υπουργός υγείας (διπλοθεσίτης , όπως όλα τα καλά λαμόγια, καθώς έχουμε ξαναπεί ) ."Βούλωσέ το ρε αρχίδι..." του αντιγύρισε απότομα ο Μάγος , με τις λέξεις να σφυρίζουν σαν δηλητηριώδη φίδια , πίσω απο τα σφιγμένα του δόντια . Ο γιατρουδάκος έχασε το χρώμα του και έκατσε πάλι στην θέση του . " Μην κάθεσαι , σήκω!! Λέω να αρχίσω με σένα , έτσι για γούρι!!Σήκω πάνω και στάσου στη μέση να σε βλέπουν όλοι, και καλά θα κάνεις να φοβάσαι απο δώ και μπρός , θα το ευχαριστηθώ περισσότερο..." , είπε ο Κίρινταν και τα λόγια του έμειναν να πλανώνται στον αέρα δυσοίωνα και ανεξιχνιάστα , μια απειλή που σπίλλωνε την πρωινή δροσιά . Ο μέχρι πρότινος αξιοσέβαστος επιστήμονας (αν και ήταν μεγάλο αρχίδι, για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω) σηκώθηκε αργά και έσυρε τα βήματά του ως το κέντρο της άιθουσας , όπου και απέμεινε να στέκεται σκυφτός και τρομαγμένος , λές κι είχε όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του .

"Τόσο καιρό , αγαπητε μου , παραπονιόμουν για το γαμημένο βήχα που μου είχε φάει τα σωθικά . Ερχόμουν , με τάιζες αντιβιώσεις , κι έλεγες "κρυολόγημα είναι , ιωσούλα , θα περάσει... " , έτσι δεν έιναι ρε κουράδι ;", ρώτησε ο Κίρινταν , χωρίς να περιμένει απάντηση . Ο γιατρουδάκος ζάρωσε τρομαγμένος , μπροστά σε αυτά που υπονούσαν τα αινιγματικά λόγια του βασιλιά . " Έκανα την έρευνά μου βλέπεις..." , συνέχισε ο μάγος , " Ήμουν μαλάκας που εμπιστεύτηκα τον υπουργείο υγείας σε ένα κατακάθι σαν κι εσένα , Αβραάμ Όπουλε!!!" . Στο άκουσμα του ονόματός του , ο υπουργός υγείας σήκωσε το τρομαγμένο βλέμμα του και αντίκρυσε τον θυμωμένο άρχοντα . Οι λέξεις πάγωσαν στα χείλη του , γιατί ήξερε πλέον πως ο Αυτοκράτορας τα είχε καταλάβει όλα. " Κοίταξα τα αρχεία με τις προμήθειες φαρμάκων , βρήκα κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και είπα να τα μοιραστώ με όλους εδω μέσα .... " , είπε ο Κίρινταν καθώς ολόκληρο το ακροατήριο παρέμενε κρεμάμενο απο τα χείλη του. " Άυτό το αρχίδι , αγόραζε συστηματικά δικά μας χρήματα , απίστευτες και ΑΧΡΕΙΑΣΤΕΣ ποσότητες αντιβιωτικών και φαρμάκων κατά του κρυολογήματος , ενώ ταυτόχρονα , με κάθε αγορά , ένα μικρό μπόνους προστίθονταν στον προσωπικό του λογαριασμό . Από την άλλη , οι ελλείψεις στα υπόλοιπα φάρμακα , καθότι τα φράγκα λιγοστεύανε , είχαν γίνει παραπάνω από αισθητές . Πήγαιναν οι άνθρωποι στο νοσοκομείο με κατάγματα , και τους δίναν ασπιρίνες!!!! Σε παιδάκια με ανεμοβλογιά , έδιναν αντιβιώσεις και παυσίπονα , κι εκείνα έβγαζαν σπυράκια ακόμα και στα μάτια!!! Άτομα με δυσπεψία χέζανε τα φάρμακα όπως τα καταπίνανε , και οι μαλάκες τα παίρνανε , τα ξανασυσκευάζανε και τα ΞΑΝΑΠΟΥΛΟΥΣΑΝΕ!!!!...Α, και για να μήν το ξεχάσω , σε όλα τα κρατικά νοσοκομεία , ο παλιομαλάκας , είχε διορίσει τους δικούς του . Άξιοι γιατροί έμειναν στον δρόμο ενώ οι κολλητοί αυτού εδώ του παπάρα γινόντουσαν διευθυντάδες και προϊστάμενοι απλώς και μόνο επειδή του ΕΓΛΕΙΦΑΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΚΩΛΟ !!! Ίσως και την πούτσα , ποτέ δεν ξέρεις..." . συμπλήρωσε την πρότασή του , ενώ επιφωνήματα και ιαχές αποδοκιμασίας άρχισαν να γεμίζουν τον χώρο . Με ένα νεύμα του Κίρινταν , η βοή καταλάγιασε , κι εκείνος έλαβε πάλι τον λόγο. "Σκατά τα έκανες μεγάλε , αλλα την μεγαλύτερη μαλακία , την έκανες στο τέλος..." , συνέχισε ο βασιλιάς , κοιτώντας περιφρονητικά το ζαρωμένο ανθρωπάκι που τον κοιτούσε αποσβολωμένο , με τα δάκρυα του φόβου να κάνουν επιτέλους την πολυπόθητη εμφάνισή τους σε ένα πρόσωπο , που μέχρι πρίν , ήταν μαθημένο μόνο να φορά αυτάρεσκα την μάσκα της αυθεντίας . " Με γάμησες μικρέ μου φίλε..." , είπε πικρά ο Κίρινταν , " Το γνώριζες εδώ και 8 μήνες πως είχα καρκίνο , αλλα το κράτησες για πάρτη σου και αυτό το έγγραφο το αποδεικνύει . Τί λέει εδω ; Αποτελέσματα εξετάσεων... Υποκείμενο : Κίρινταν Μπαουγκριμ. Καρκίνος του πνεύμονα , ημερομηνία σαν σήμερα , οχτώ μήνες πρίν . Εσυ μου το ανακοίνωσες μόλις πρίν δύο εβδομάδες και στην αρχή αναρωτήθηκα γιατί , όχι για πολύ όμως ... Ακόμα κι αν μου το ανακοίνωνες , με τι φάρμακα θα με μπούκωνες πάλι; Με αυτά που δεν υπήρχανε ; Προσπάθησες να κερδίσεις χρόνο , να θάψεις το σκατό σου σαν τη γάτα, και μετά να κάνεις τον ανήξερο!!!Την έκανες τι μαλακία σου και δεν ήξερες πως να την μαζέψεις!!! Κι εμείς ; Σαν πρόβατα να αγοράζουμε σκατά που δεν θα χρειαζόμασταν κάν , αν κάτι αρχίδια σαν κι εσένα κάνανε σωστά τη δουλειά τους ... Θα το πληρώσεις γαμημένε , θα το πληρώσεις πιό σκληρά απο όσο φαντάζεται το ηλίθιο , λειψό σου σκατοκέφαλο !!!" . Με μία απότομη κίνηση , ο Κίρινταν σηκώθηκε και άρπαξε απο τον γιακά τον Αβραάμ Όπουλό , τον πρωην Βασιλικό γιατρό και υπουργό υγείας , ο οποίος έκλαιγε σπαραχτικά και τράυλιζε ακατάληπτα σαν καθυστέρι . "Πέστο δυνατά ρε μπάσταρδε , να το ακούσουν ολοι : "Είμαι λαμόγιο και τα παίρνω!!!" . "ΕΙΜΑΙ ΛΑΜΟΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΡΝΩ!!" , φώναξε ο αξιολύπητος σκατόγερος , καθώς ο αυτοκράτορας τον ταρακουνούσε υστερικα και συνέχιζε απτόητος να τον ξεφτυλίζει . " Πές ρε πουστη : " Μου γαμιέται ο κωλος , πίνω χύσια , και μου αξίζει να με πατήσουν σαν σκατό και να πεθάνω!!!" . " ΜΟΥ ΓΑΜΙΕΤΑΙ Ο ΚΩΛΟΣ , ΠΙΝΩ ΧΥΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΗΣΟΥΝ ΣΑΝ ΣΚΑΤΟ ΚΑΙΑΙΑΙΑ ..." , η φωνή του Αβραάμ Όπουλου ράγισε προς στιγμή , αλλα με ένα ξεγυρισμένο και ηχηρό χαστούκι που του ξηγήθηκε στα μούτρα ο Κίρινταν , ο γιατρός βρήκε την αυτοκυριαρχία του και συμπλήρωσε χαμηλόφωνα , "και να πεθάνω...", και ο απόηχος της πρότασής του έσβησε μέσα στους φοβισμένους λυγμούς που του συντάρασσαν το κορμί . Ο Αυτοκράτορας τον κοίταξε για μία στιγμή αηδιασμένος , και στην συνέχεια τον πέταξε περιφρονητικά στο μαρμάρινο πάτωμα . "Αμ ,δε!! Ο θάνατος θα σου 'πεφτε πολύ λίγος , πούστη - κομπογιαννίτη..." , είπε καθώς στεκόταν επιβλητικός και μεγαλοπρεπής πάνω απ'την ζαρωμένη φιγούρα του γιατρού . " Πρίν λίγη ώρα είπες πως η επιστήμη κάνει θαύματα... Καιρός τωρα λοιπόν να δείς τι μπορεί να κάνει και η μαγεία!!! " , και με αυτά τα λόγια, ο Κίρινταν έκλεισε τα μάτια ενώ ταυτόχρονα τα χέρια του δούλευαν πυρετωδώς διαγράφοντας περίεργα σχήματα στον φορτισμένο αέρα . Απο τα χείλη του έβγαινε μόνο ένα απαλό μουρμουρητό , το οποίο σύντομα σκεπάστηκε απο τις κραυγές φρίκης του τέως υπουργού , καθώς έβλεπε το ίδιο του το σώμα να παραμορφώνεται φριχτά . Ο ήχος απο τα τσακισμένα κόκκαλα και την σάρκα που σκιζοταν υπερκάλυπτε τα ουρλιαχτά του σκατόγερου, που εκφυλίζονταν σταδιακά σε έναν ανατριχιαστικό και αποτρόπαιο ήχο , καθώς το ίδιο του το λαρυγγι έπαυε να είναι λαρύγγι πλέον . Σε λίγα εφιαλιτικά λεπτά , η μεταμόρφωση είχε συντελεστεί και το πλήθος παρακολουθούσε έντρομο μέσα σε αβάσταχτη σιωπή , καθώς στην θέση οπου μέχρι πρότινος στεκόταν κλαψουρίζοντας ο Αβραάμ Όπουλος , τώρα υπήρχε μόνο ένα ρολλό κωλόχαρτο, ολόλευκό και απαλό σαν μετάξι , προορισμένο αποκλειστικά για αριστοκρατικούς κώλους θα έλεγε κανείς , ολομόναχο στο κέντρο της αίθουσας, παρουσιάζοντας ένα θέαμα ταυτόχρονα ιλαρό και γκροτέσκο .Ο Κίρινταν κάγχασε ειρωνικά, "Απο υπουργός υγείας , χαρτί υγείας!!Ααααυτό θα πεί στέρηση βαθμού!!" συμπλήρωσε κοιτώντας προς το πλήθος , αλλά κανείς δεν φάνηκε να συμμερίζεται το χιούμορ του . Περριτό να πούμε πως ο μάγος χέστηκε είτε γουστάραν είτε όχι , είχε ακόμα πολλά να πεί και να κάνει πρίν πεσει η αυλάια. Έσκυψε , μάζεψε το κωλόχαρτο και το πέταξε προς τον Αβάριελ (τον πούστη θαλαμηπόλο) που παρακολουθούσε έντρομος . "Πάρτο να σκουπίζεσαι όταν σε χύνουνε στη μάπα , παλιοαδερφάρα!!" , δήλωσε ο αυτόκράτορας και συνέχισε , "τώρα τσακίσου να φέρεις εκείνους του δύο που λέγαμε!!Εμπρός, μαλάκα !! Κάνε Γρήγορα!!" . Ο καημένος ο αβάριελ τα έιχε χρειαστεί για τα καλά . Αμέσως , ξεκίνησε τρεχάτος , σκοντάφτοντας και ζορίζοντας το παχύσαρκο κορμάκι του, ενω κρατούσε σφιχτά το ρολλό με το κωλόχαρτο μην τυχόν και του πεσει, καθώς έσπευδε να ικανοποιήσει την διαταγή του Βασιλιά.

Σε λίγα λεπτά , η μεγάλη πόρτα της άιθουσας άνοιξε ξανά , και ο Αβάριελ μαζί με ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα την διέβη με το κωλαράκι του να κουνιέται καμαρωτό και τουρλωμένο , συνοδεύοντας δυο αλυσοδεμένους κρατούμενους, οι οποίοι κοιτούσαν με δεος το πλήθος που τους αντιγύριζε το βλέμμα με περιέργεια . Ο πρώτος ήταν ένας μικροκαμωμενος άντρας με έξυπνα μάτια , που φαινόταν να επιθεωρεί τον χώρο εξονυχιστικά . Έδινε την εντύπωση πως έψαχνε τρόπο να αποδράσει , αλλά οι βαρειές αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος δεν του άφηναν και πολλά περιθώρια για τέτοιες ελπίδες . Ο Μόρικ , γιατί αυτό ήταν το όνομά του , ήταν ένας απο τους πλέον σεσημασμένους κλεφτες του βασιλείου . Βέβαια, η φήμη του είχε πάρει ένα χρώμα ιλαρότητας μετά το περιστατικό της τελευταίας του σύλληψης . Μία κρίση διάρροιας κατά τη διάρκεια μιας διάρρηξης και οι ηχηρές κλανιές που την συνόδευαν , έγιναν η αιτία να πέσει στο δόκανο του νόμου , και μάλιστα με το βρακί κατεβασμένο . Οι αγουροξυπνημένοι φρουροί τον πέτυχαν να προσπαθεί να διαφύγει απο το πολυτελές μέγαρο μισόγυμνος και με καφετιά "ζουμιά" να τρέχουν στα ολόλευκά μπουτάκια του , γεγονός που του έδωσε το προσωνύμιο " ο ασκούπιστος" , με το οποίο ήταν και ευρύτερα γνωστός . Παρ'όλη τη γελοιότητα του ατυχούς αυτού περιστατικού , ο Μόρικ ο ασκούπιστος ήταν και παρέμενε ένας ικανός κλεφτης , και πολλοί απο όσους βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα είχαν υπάρξει θύματα του προσοδοφόρου , αλλα κυρίως για τον ίδιο , ταλέντου του στο παρελθόν . Με μερικές σπρωξιές , που γενναιόδωρα κέρασαν οι φαντάροι που τον συνόδευαν , ο Μόρικ σταμάτησε στο κέντρο της σάλας , δείχνοντας παράταιρός μέσα στην πολυτέλεια που τον περιέβαλλε , καθώς ο ίδιος στεκόταν ντυμένος με μια απλή μάυρη και κατασκονισμένη ολόσωμη στολή , ενώ μια κουκκούλα ίδιου χρώματος ήταν ριγμένη χαλαρά στην πλάτη του . Τα ρούχα του περιέβαλλαν μια σειρά απο ζώνες , πάνω στις οποίες διακρίνονταν εύκολα οι θήκες για τα στιλέτα και τα διάφορα εργαλεία της , όχι και τόσο τίμιας , δουλειάς που εξασκούσε . Ευτυχώς , το υπηρετικό προσωπικό είχε φροντίσει να τον καθαρίσει πριν παρουσιαστεί στον Αυτοκράτορα , κι έτσι επιτέλους απαλλάχτηκε απο την ανυπόφορη μπόχα της σκατίλλας που τόσες μέρες στο κελί , είχε ποτίσει για τα καλά τον μαυροντυμένο μας φίλο .

Πίσω του ακριβώς , ακολουθούσε ένας άλλος άντρας , που φαινόταν να ειναι το ακριβώς αντίθετο σε εμφάνιση , αλλα και χαρακτήρα σε σχέση με τον προηγούμενο . Ήταν ψηλός και γεροδεμένος , ντυμένος μόνο με ένα κίλτ , κατω απο το οποίο μάλλον δεν φορούσε απολύτως τίποτα (προς μεγάλο ερεθισμό της φαντασίας των παρευρισκόμενων και ιδιετάιρως του Αβάριελ , του γνωστού πουσταρά θαλαμηπόλου , που τον κοίταζε σαν ξερολούκουμο) . Μακριά μαύρα μαλλιά έπεφταν σαν καταρράκτης στους γεροδεμένους του ώμους , ενώ τα μάτια του κοίταζαν με απέχθεια το πλήθος που τον παρατηρούσε σαν έκθεμα σε ζωολογικό κήπο . Όντας γνήσιο τέκνο του βάρβαρου βορρά , ο Τσέρνομπόργκ έτρεφε βαθειά αντιπάθεια για τους τρόπους και τις συνήθειες των "πολιτισμένων" , όπως αποκαλούσε τους κατοίκους των χωρών που βρίσκονταν νοτιότερα της δικής του (δηλαδή όλων...) . Όμως , λίγο λόγω της έμφυτης τάσης του ίδιου για περιπλάνηση , λίγο εξαιτίας κάποιου άσχημου περιστατικού το οποίο θα εξιστορήσουμε στο μέλλον , ο Τσέρνομπόρκ εγκατέλειψε τα χιονισμένα τοπία της πατρίδας του για να περιπλανηθεί σε έναν κόσμο που ελάχιστα καταλάβαινε , όπως σύντομα διαπίστωσε . Ας πούμε , σε καμμία περίπτωση δεν φανταζόταν πως ήταν "λάθος" να ξεκοιλιάσει στη ψύχρα εκείνο τον παππούλη που τον απεκάλεσε "άμυαλο γομάρι" , ούτε νόμιζε πως έκανε κάτι "κακό" όταν βίαζε εκείνο το δεκαεξάχρονο κοριτσάκι που του γυάλισε όταν το πετυχε να γυρίζει απο το σχολείο αμέριμνο , κουνώντας προκλητικά το εφηβικό του κωλαράκι . Στο μυαλό του Τσέρνομπόργκ , ένας άντρας ζούσε πάντα τη στιγμή , χωρίς πολλή σκέψη , αρπάζοντας ότι μπορούσε κι ότι του πρόσφερε η ζωή όταν ήταν στις καλές της. Γιατί στην σκοτεινή και άγρια χώρα που τον ανέθρεψε οι μέρες ήταν δύσκολες , οι νύχτες ψυχρές κι επικύνδυνες και οι άνθρωποι μεριμνούσαν μόνο όσο τους το επέτρεπαν οι πενιχρές τους δυνατότητες , αφήνοντας τα υπόλοιπα στην ιδιότροπη κρίση των θεών. Φυσικά , δεν μπόρεσε να εξηγήσει τίποτα απο τα παραπάνω στο επικεφαλή της περιπόλου που αποπειράθηκε να τον συλλάβει κι έτσι ήταν αναγκασμένος να τους σφάξει όλους ανεξαιρέτως (σε αυτά τα πράγματα δεν έκανε διακρίσεις ). Το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη περίπολο και κάπου εκεί ο Τσέρνομπόρκ , που δεν του έκοβε και πολύ , σκέφτηκε κάτι σαν "φαντάζομαι πως τώρα κατάλαβαν , οπότε θα βαρεθούν και θα σταματήσουν " , και αποφάσισε να πάει για μπύρες . Όμως , ότι δεν πέτυχαν οι έμπειροι και εκπαιδευμένοι άντρες της φρουράς , το πέτυχε η χλιαρή μπύρα του κάπελα , καθότι ο Τσέρνομπόργκ ήταν συνηθισμένος να πίνει μόνο κατσικίσιο γάλα , και το αλκοόλ του έφερνε νύστα . Έτσι , οι φρουροί τον συνέλαβαν την ώρα που ροχάλιζε με τη μούρη του στον πάγκο , τον κλείσαν στο μπουντρούμι και την επόμενη τον ξύπνησαν βαρώντας κατσαρόλες πάνω απο το χοντροκέφαλό του . Έτσι , ο Τσέρνομπόργκ έμαθε και τι εστί χανγκόβερ , προς γνώση και συμμόρφωση . Στη συνέχεια τον τσουβαλιάσανε και τον κουβαλήσαν κλωτσηδόν να συναντήσει τον βασιλιά , ενώ ο αφελής μας βάρβαρος αναρωτιόταν τί σκατά είχε κάνει , που ήταν τόσο σοβαρό. Στάθηκε δίπλα στον Μόρικ , που πρώτη φορά έβλεπε , και αντίκρυσε κατάματα τον Μάγο Αυτόκράτορα , ο οποίος εκείνη την στιγμή έπαιρνε πάλι τον λόγο .

"Κααααλώς τα παιδιάαααα..." , είπε με ένα εγκάρδιο χαμόγελο ο Κίρινταν , και συνέχισε , " περάστε , καθίστε!!Αυτά που θα πούμε σας αφορούν άμεσα..." . Οι φρουροί τους έσπρωξαν , χωρίς να τους βγάλουν τις αλυσίδες , σε δύο θέσεις στην άκρη της άιθουσας που ήταν ειδικά προετοιμασμένες για αυτούς . " Ρε κωλοψαρα , μη τα σπρώχνετε τα παληκάρια!!" ,ο βασιλιάς έκανε παρατήρηση στους φαντάρους που την είχανε δει μάγκες με τους φυλακισμένους ."Εντάξει;βολευτήκατε ; Να πώ να σας φτιάξουν κανα καφεδάκι ; " , συνέχισε απευθυνόμενος στους κρατούμενους . Ο Μόρικ με τονΤσέρνομποργκ είχαν χάσει την μπάλα . Η εγκαρδιότητα του βασιλιά , αντί να τους κάνει να νοιώσουν πιό άνετα , τους είχε κόψει τα πόδια . Τί σκατά ήθελε ο μαλάκας ; Ο Τσέρνομποργκ όμως , που ήταν και πιό αγροίκος , αν και είχε φάει τα αρχίδια του κατα βάθος δεν μάσησε , ούτε έκατσε να το πολυσκεφτεί . " Φρέντο καπουτσίνο , γλυκό " , έδωσε παραγγελιά ο βάρβαρος . " Για σκατόβλάχος έχεις πολύ εκλεπτυσμένα γούστα..." , μουρμούρισε ο Μόρικ απο δίπλα του , αλλά δεν θέλησε να το τραβήξει παραπάνω , γιατί ο Τσέρνομποργκ δεν φαινόταν και παληκάρι που σήκωνε και πολλά πολλά . " Ένα φρέντο καπουτσίνο και για μένα, σκέτο " συμπλήρωσε καθώς άκουγε τον βάρβαρο να μουρμουρίζει "άμα σε γκαμισω , τα σου πω ιγκώ , μαλάκα ασκούπιστο...". "Μπά , μιλάει κιόλας , ο πρησμένος!!" συλλογίστηκε ο ληστής , αλλά κράτησε τις σκέψεις του για πάρτη του . Σε λίγη ώρα, τα καφεδάκια ήταν έτοιμα , κι έτσι ο Μάγος , έστρεψε ξανά την προσοχή του στο πολυπληθές και ανυπόμονο ακροατήριο . "Έλεγα λοιπόν , πως σύντομα θα βλέπω τα ραδίκια ανάποδα . Γιόκ!!Πάπαλα!!Τετέλεσθαι!!... Θα τα τινάξω κοινώς...Είναι δύσκολες ώρες και για εμένα , αλλα και για το βασίλειο, και σημαντικές αποφάσεις πρέπει να παρθούν και να γίνουν πράξη. Αλλα δεν υπάρχει λόγος να σας κουράζω , θα μπώ κατευθείαν στο ψητό . Κατόπιν ωρίμου σκέψεως , που λέτε καλά μου προβατάκια - υπήκοοι , αποφάσισα να ορίσω τον διάδοχό μου και να παραιτηθώ του αξιώματός μου". Επιφωνήματα έκπληξης και απορίας γέμισαν την σάλα απο άκρη σε άκρη , αλλα σύντομα ο κόσμος σώπασε περιμένοντας τη συνέχεια . " Λέω να φύγω για ταξίδι , και να σας αφήσω στη μιζέρια σας . Σας βαρέθηκα , αρκετά μου πρήξατε τα αρχίδια...Μαζί μου θα έρθουν μόνο αυτοί οι δύο που βλέπετε εκει πέρα" είπε δέιχνοντας προς τη μεριά του Μόρικ και του Τσέρνομπόργκ . " Ο διασημότερος κλεφτης του βασιλείου και ένας απο τους δυνατότερους πολεμιστές που περασαν ποτέ απο τα καταγώγια της άρμινας . Μαζί με τον ισχυρότερο και πιό γαμάτο μάγο , εμένα δηλαδή , θα κάνουμε απίστευτο τημ και θα έχουμε τρελλές περιπέτειες και λάφυρα , και γκόμενες , και ναρκωτικά , και πάρτυ και πολλά, πολλά άλλα... Εννοείται πως θα τους χορηγηθεί αμνηστία για τις μαλακίες που διέπραξαν στο παρελθόν ..." . Οι δύο κρατούμενοι δεν πίστευαν στα αυτιά τους . Θα έδιναν και το δεξί τους αρχίδι για να γλυτώσουν απο τα μπουντρούμια και την εκτέλεση και τώρα η ευκαιρία τους απρουσιαζόταν στο πιάτο. Είχαν μέινει και οι δύο άλαλοι , μές το σαστισμά τους ίσα που άκουσαν τον Κίρινταν που απευθυνόταν ξανά σε αυτούς . "Το μόνο που θέλω απο εσάς αποβράσματα, είναι να φορέσετε αυτά τα δύο δαχτυλίδια, έτσι μωρέ...Σαν επισφράγιση της συμφωνίας μας και σαν δωράκι φυσικά..." , συμπλήρωσε με έναν , δεν θα τον λέγαμε και ακριβώς αθώο , τόνο ο Αυτοκράτορας . Αμέσως , ένας υπηρέτης κατέφθασε κουβαλώντας τα δύο δαχτυλίδια που προορίζονταν για τους κρατούμενους, πάνω σε ένα μπλέ βελούδινο μαξιλάρι . Εκέινοι τα πήραν στα χέρια τους και τα περιεργάστηκαν. Έμοιαζαν πολύ με αυτό που φορούσε ο ίδιος ο Μάγος , αν κι έδειχναν απλά και όχι ιδιαίτερα πολύτιμα . Το μόνο που τα έκανε ξεχωριστά ήταν η μαύρη πέτρα με την οποία ήταν δεμένα , πάνω στην οποία δέσποζε το μακάβριο οικόσημο των Μπάουγκριμ , το κρανίο με το μισοφέγγαρο . "Άντε , φορέστε τα να πούμε , δεν θα φάμε κι όλη μέρα!!! Πρέπει να την κάνουμε σιγά σιγά , γιού νόου..." , επέμεινε ο Κίρινταν , γεγονός που έβαλε σε σκέψεις τον Μόρικ , που του έκοβε και λίγο παραπάνω , αλλα κανείς τους δεν έιχε επιλογή . Φόρεσαν τα δαχτυλίδια όπως όπως και περίμεναν τον Άρχοντα να τελειώσει την πάρλα ώστε να την κάνουν μια ώρα νωρίτερα . Περιττό να πούμε πως κανέις τους δεν είχε διάθεση να ακολουθήσει τον καρκινιάρη βασιλιά στα πέρατα του κόσμου επειδή ετσι του κάυλωσε . Τόσο ο Μόρικ , όσο και ο Τσέρνομποργκ σκόπευαν να γράψουν τον Άρχοντα στα αρχίδια τους μόλις έβγαιναν έξω , στον καθαρό αέρα . Στο τέλος τέλος , είχαν ο καθένας τις δουλειές τους , τα χόμπυ τους και πολλούς , πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς . Ας πούμε ο Μόρικ , σίγουρα σκόπευε να περάσει απο το ταβερνάκι που έφαγε εκέινη τη μπριζόλα - καθαρτικό , με άμεση συνέπεια το μοιραίο κόψιμο που τον έστειλε στη ψειρού . Βέβαια , αν η συνεργασία αποδεικνυόταν επικερδής , σίγουρα θα έμπαιναν στον κόπο να δούν πού θα πήγαινε το πράγμα , αλλα κανένας τους δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε "άτομο εμπιστοσύνης" .

Ο Κίρινταν τα γνώριζε όλα αυτά , καθότι δεν ήταν και κανάς μαλάκας , αλλα είχε αποφασίσει να πάρει το ρίσκο του και να παίξει τον ρόλο του μέχρι το τέλος . " Ας πάμε σε ένα άλλο θέμα τώρα" , είπε με ένα ειρωνικό χαμόγελο . "Όπως είπα και πρίν , σκοπεύω να ορίσω και τον διάδοχό μου. Επειδή βλέπω πως σας τρέχουνε τα σάλια ήδη , παιδιά , μή χαίρεστε...Ο διάδοχος δεν βρίσκεται ανάμεσά σας, δεν βρίσκεται κάν σε αυτή την άιθουσα. Αν δεν κάνω λάθος , αυτή τη στιγμή πρέπει να ρουφάει ηδονικά το πρωινό του καφεδάκι στο αρχηγείο της πυροσβεστικής , κάτω , στα μπουντρούμια" . Ένα βουητό έκπληξης βγήκε απο το πλήθος , που δεν το περίμενε να ακούσει τέτοια μαλακία . "Δεν μπορεί να εννοεί αυτόν!!" ακούστηκε απο διάφορα στόματα , αλλά ο Μάγος δεν μασούσε μία, και συνέχισε απτόητος. " Ναί ρε μαλάκες!!Καλά καταλάβατε!! Διάδοχό μου ορίζω τον Αγκάλακον , τον κόκκινο δράκο , κι άμα σας αρέσει...Άμα δεν γουστάρετε , να πάτε να γίνετε μετανάστες , να πουλάτε τσιγάρα στις πλατείες και να σας δέρνουνε οι νεοναζί, στα αρχίδια μου!!! Το γεγονός είναι πως απο σήμερα και στο εξής θα σας κυβερνάει ο φίλος μου,η σαύρα, και δεν δίνω πεντάρα αν γουστάρετε η οχι!!!" , τελείωσε την πρότασή του ο Κίρινταν , αλλα πλέον στη αίθουσα γινόταν της πουτάνας. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξανακουστεί. Ένα τέρας , ένα έκτρωμα να γίνει Βασιλιάς του πιό ισχυρού βασιλείου της υπέιρου . Ο Μέγας Αρχιερέας πετάχτηκε , με τα μούσια και τα μαλλιά του να ανεμίζουν καθώς φώναζε και χτυπιόταν υστερικα . "Δεν είναι δυνατόν να το ανεχτούμε αυτό, δεν μπορεί να μας κυβερνά ένα θηρίο ,ενα μίασμα!! Ειναι αντίθετο με το θέλημα των θεών...Μεγαλειότατε , θα σας αφορίσω!!" , κατέληξε ο Αρχιερέας , κουνώντας το δάχτυλο επιδεικτικά . " Θα μου κλάσεις τα αρχίδια , τραγόπαπα..." , απάντησε ο Μάγος , προκαλώντας σόκ στο ακροατήριο . Κανείς δεν έιχε τολμήσει να απευθυνθεί έτσι στην κεφαλή της εκκλήσίας στο παρελθόν . Απο την άλλη , ο Κίρινταν δεν είχε και πολλά να χάσει πιά , κι έτσι συνέχισε . " Αυτά , να τα πείς στους αφελείς που σε πιστεύουνε , γερο - σταφίδα!! Και μίασμα είσαι εσύ και όλη σου η φάρα!! Τριγυρνάτε να πούμε , με τα ράσα και τα μούσια σας και κάνετε τους καμπόσους...Ανεπάγγελτοι , άτεχνοι , χαραμοφάηδες όλοι!!! Έχετε άποψη επί παντός επιστητού και λυσσάτε σαν τα κοπρόσκυλα για ένα ξεροκόμματο εξουσία !! Τόσα χρόνια πάσχιζα να τα έχω καλά μαζί σας , ας είναι καλά οι μαλάκες που σας ακολουθούνε σαν τα γίδια... Αρκετά σας ανέχτηκα!!Και ποιός τους είδε ρε μαλάκα τους θεούς ; Τους είδες εσύ ; Και ποιός σου είπε πως με νοιάζει εμένα το θέλημα τους; Τους νοιάζει τους θεούς που έχω εγώ καρκίνο ;Παπάρια!! Έ , κι εγώ χέστηκα!!! Βασιλιάς , απο σήμερα και μπρός θα είναι ο Αγκάλακον , το κολλητάρι μου , και να πάτε να γαμηθείτε όλοι!!! ". Βαθειά σιγή έπεσε στην άιθουσα και όλοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο στα μάτια σαν χαμμένοι . Ο μέχρι πρότινος καλοκάγαθος κι ευγενικός ηγέτης τους δεν τους έιχε συνηθίσει σε τέτοιες συμπεριφορές . Επίσης , όλοι αναρωτιώντουσαν τί θα απογίνει το βασίλειο υπό την ηγεσία ενός δράκου . Κακά τα ψέμματα , πολλοί θυμόντουσαν τις καταστροφές και την φωτιά που έιχε σκορπίσει πολλά χρόνια πρίν και εξάλλου , ποιός ήξερε τι να περιμένει ; Ουδείς γνώριζε πως λειτουργούσε το μυαλό του τέρατος , ποιές ήταν οι βλέψεις και οι προθέσεις του . Θα τα έκανε όλα λαμπόγιαλο ; Θα μπουρλότιαζε το σύμπαν ; Ή μήπως θα χρησιμοποιούσε τις γνώσεις που απέκτησε στον μακρόχρονο βίο του για την ευημερία και την πρόοδο του Ντόλ Κουαρθόλ ; Σε κάθε περίπτωση , αρκετοί ήταν αυτοί που αντιλαμβάνονταν πως τα πράγματα θα άλλαζαν δραστικά απο εδώ και μπρός . Τα πριγκηποπουλα έκλαιγαν στους ώμους των μανάδων τους σαν αδερφούλες (που ήταν), καθώς έβλεπαν τα όνειρά τους για την διαδοχή στο θρόνο να πηγαίνουνε στο διάολο . Οι γηραιότεροι ευγενείς αναρωτιόντουσαν κατα πόσον ήταν καβατζωμένοι στις θεσούλες τους . Και οι οδαλίσκες...Οι οδαλίσκες είχαν φρικάρει για τα καλά . Ποτέ στο παρελθόν δεν τις έιχε ξαναπηδήξει δράκος και ήταν κομματάκι αγχωμένες . Δεν ήξεραν βλέπετε , πως οι δράκοι δεν έχουν ούτε πούτσα , ούτε αρχίδια .

Τον Κίρινταν όμως δεν τον απασχολούσε πλέον τίποτα απο όλα αυτά . Είχε πεί αυτά που ήθελε και τώρα είχε έρθει η να φύγει , να τα αφήσει όλα πίσω και να ξεκινήσει την καινούργια του ζωή . " Φέρτε στα παιδιά τα πράγματά τους , ώρα να την πουλέυουμε σιγά σιγά..." , είπε καθώς έριχνε πάνω του έναν απλό γκρίζο μανδύα γεμάτο εσωτερικές τσέπες , μέσα στις οποίες κουβαλούσε τα συστατικά για τα ξόρκια του . Έδειχνε απλώς ένας κοινός , μεσόκοπος άντρας , κι ας ήταν ο μεγαλύτερος μάγος της εποχής του. Είχαν περάσει πολλά χρόνια απο την τελευταία του περιπετεια , χρόνια που είχαν αφήσει τα σημάδια τους , αλλα είχαν επίσης αυξήσει την σοφία και την γνώση του στις απόκρυφες επιστήμες . Κανείς δεν έιχε αμφιβολία , ήταν αρκετά ισχυρός και έτοιμος για οτιδήποτε έμελλε να αντιμετωπίσει στον δρόμο του . Σύντομα έφτασαν και οι υπηρέτες με τα αντικείμενα που άνηκαν στους άλλους δύο . Ο Τσέρνομπορκ ζώστηκε διαγώνια στην πλάτη το μακρύ σπαθί του , τον "Ιατροδικαστή" , όπως συνήθιζε να το αποκαλεί , και φόρεσε την μεταλλική επωμίδα του , πάνω στην οποία ήταν περίτεχνα και με λεπτομέρεια σκαλισμένο το σχήμα μιας λυκοκεφαλής . Τώρα πιά έδειχνε όσο δυνατός κι επικίνδυνος ήταν στην πραγματικότητα και η εμφάνισή του προκαλούσε βλέμματα θαυμασμού και δέους . Ειδικά του Αβάριελ ( του πούστη θαλαμηπόλου ) του έτρεχαν τα σάλια στη θέα του μυώδους βαρβάρου . Ο Κίρινταν το πρόσεξε , όπως επίσης παρατήρησε πως ο Τσέρνομποργκ του ανταπέδωσε το βλέμμα με ένα ευγενικό χαμόγελο . " Ρε λές ;!!" , σκέφτηκε ο Μάγος , αλλα είπε να μήν δώσει συνέχεια . Ο Μόρικ επίσης τακτοποίησε στις θήκες τους τα διάφορα στιλέτα του , και στην πλάτη του πέρασε την βαλλίστρα που συνήθιζε να χρησιμοποιέι όταν οι καταστάσεις το απαιτούσαν . Μαυροντυμένος , φορώντας την κουκούλα του, έμοιαζε πιά με αυτό που όντως ήταν : ένα πλάσμα της νύχτας και των σκιών .

Έτσι , όχι ανάμεσα σε ζητωκραυγές , αλλά μέσα στην σιωπή και την περισυλλογή που προκάλεσαν τα λόγια του , ο Μάγος αυτοκράτορας εκανε την τελευταία του έξοδο απο την άιθουσα του θρόνου . "Λοιπόν ,αυτό ήταν..." συλογίστηκε , καθώς η πύλη του παλατιού άνοιγε και το φώς του ήλιου τον έλουζε λαμπρό . Ένευσε στους καινούργιους του συντρόφους , και με αποφασιστικό βήμα τράβηξε για την περιπέτεια που ήταν σίγουρος πως τον περίμενε στο λίγο μέλλον που του απέμενε...

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΕΛΙΚΑ ( http://nefelikas.wordpress.com/)

Αυτό που ακολουθεί είναι ένα σχόλιο του "έλικα" ( http://nefelikas.wordpress.com/) στο tvxs ,ως απάντηση σε διάφορα χλευαστικά σχόλια για όλους εμάς που πήγαμε στις κάλπες και ψηφίσαμε σαν τα προβατάκια. Απευθύνεται σε α/α και καρατζαφερικούς εξίσου.

Εnjoy pls...

"Λοιπόν παιδάκια...

Πρώτα απ' όλα, μέχρι τον Σεπτέμβριο θα έχω φύγει από αυτό το μπουρδέλο. Κάντε την επανάσταση μόνοι σας, τσακωθείτε όσο γουστάρετε, φάτε τζάμπα ξύλο και εξοστρακισμένες σφαίρες, σπάστε όσα παρμπρίζ γουστάρετε, σαπίστε στη φυλακή ως τρομοκράτες, κλαφτείτε στο ίντερνετ ή όπου αλλού βρεθεί κάποιος να ακούσει τον καημό σας. Εγώ είμαι ελιτιστής και καβατζωμένος και στ' αρχίδια μου για το δράμα σας. Κι αν θέλετε να αποκαλείτε το γιαούρτωμα κάποιου φουκαρά "κίνημα", πάλι στ' αρχίδια μου. Εγώ θα είμαι μακριά και θα το παίζω Μελίνα σε κοκτέιλ πάρτι. Για τα αδέρφια μου τους Έλληνες που υποφέρουν...

Το καυλί το φάγατε όλοι. Όχι μόνο ο καημένος ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η ανύπαρκτη ΑΝΤΑΡΣΥΑ (που παίρνει λιγότερες ψήφους από τη Χρυσή Αυγή). Το καυλί το φάγατε κι εσείς που ονειρεύεστε ανατροπές του κατεστημένου κι αύριο θα νοσταλγείτε το ελαφρύ χέρι του Μαρκογιαννάκη, κι εσείς που θα δείτε το μισθό σας να εξανεμίζεται, κι οι άλλοι που πήγαν παραλία και θα γυρίσουν για να δουν ότι η τράπεζα τους έκλεψε το σπίτι, το αυτοκίνητο και το σκύλο.

Το κατεστημένο των ΜΜΕ σας έχει για πρωινό. Κι εσάς, και τα κόμματα σας και τους αγώνες σας και τις κουκούλες σας κι ό,τι άλλο νομίζετε ότι έχει ελπίδα να του πάει κόντρα. Κολλήστε αφίσες με ανούσια κατεβατά όπου σας αρέσει - δεν θα τις διαβάσει κανείς. Βγείτε με ντουντούκες και κραυγάστε ξύλινα συνθήματα περασμένων δεκαετιών - δεν θα τα ακούσει κανένας. Κάντε διάλογο για το φαντασιακό της αμεσοδημοκρατικής σας ουτοπίας ή το λενινιστικό θεώρημα της ανοιχτής παλάμης. Το πολύ-πολύ κάποιοι να σας βρουν γραφικούς και να διασκεδάσουν μαζί σας.

Καπελωθείτε ελεύθερα, από τον χοντρό που ερμηνεύει την αποχή ως απαίτηση του ελληνικού λαού για ακόμα πιο αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις, από τον χαζό που νομίζει ότι αποδοκιμάσατε την κυβέρνηση για να έρθει αυτός να σας σώσει, από την κοντή που καλεί το εργατικό κίνημα σε συστράτευση κάτω από τη σημαία της κι από τον πιτσιρικά που μιλάει για καραβάκια και κύματα. Και φυσικά, από τον φασίστα που τώρα ξέρει ότι μπορεί να σας πατήσει κάτω σαν σκουλήκια και να μη διαμαρτυρηθεί κανείς για πάρτη σας.

Καλή χούντα να έχετε, και να μου γράφετε για να μη βαριέμαι εκεί στα ξένα."

.

Υ.Γ.2. @ IMAGINOS
Ναι φίλε, τσούζει που είμαστε τόσο μαλάκες ώστε να αφήσουμε ένα μάτσο ηλίθιες γριές να αναδείξουν κάτι φασίστες σαν κι εσένα. Μη χαίρεσαι όμως, πάλι με χρόνια με καιρούς στη φυλακή θα σαπίσετε χουντόμουτρα. Και θα έχουμε αφήσει επίτηδες και μερικούς μετανάστες κωλομπαράδες, για να σας βάζουν να τραγουδάτε τον εθνικό ύμνο της Αλβανίας την ώρα που θα σας πηδάνε.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

OI ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΞΩΓΗΙΝΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

Θα πώ ένα απλό παράδειγμα , μια παραβολή αν θέλετε , την οποία εκ των προτέρων ξέρω πως κάποιοι θα την θεωρήσουν ηλίθια , αλλα δεν πειράζει μιας και υποψιάζομαι πως αυτό θα έκαναν ετσι κι αλλοιώς …

Ήταν λοιπόν δύο φίλοι , ο Γιωργάκης και ο Μήτσος, γείτονες για πολλά χρόνια , οι οποίοι ζούσαν μια δύσκολη ζωή . Επειδή η φτώχεια φέρνει γκρίνια , εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως οι βλαστήμιες και τα παράπονα πήγαιναν σύννεφο , πράγμα που ήταν όπως και να το κάνουμε δικαιολογημένο . Τα λέγανε συχνά και συμφωνούσαν γενικά , και αυτό ήταν η μόνη τους παρηγοριάααα…

Μία μέρα των ημερών όμως , κι εκεί που όλα πηγαιναν στραβά , συνέβη το αναπάντεχο : Ένας τεράστιος ιπτάμενος δίσκος προσγειώθηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης . Απο μέσα βγήκαν κάτι πράσινα ανθρωπάκια , τα οποία σκανδαλωδώς δεν φορούσαν απολύτως τίποτα , και άρχισαν να βιάζουν και να σκοτώνουν αδιακρίτως , ενώ απο τα μεγάφωνα του διαστημοπλοίου ακουγόταν η πασίγνωστη επιτυχία των W.A.S.P. ,”kill - fuck - die” .

O μήτσος εντυπωσιάστικε αρχικά , καθότι και ο ίδιος τύγχανε μεγάλος φάν των WASP , αλλα στη συνέχεια πήρε πρέφα πως τα εξωγηινάκια δεν σηκώνανε και πολλά και σφάζαν αδιακρίτως , οποτε πήρε τη καραμπίνα του κι έτρεξε πανικόβλητος να βρεί τον φίλο τουτον Γιώργο .

-Ξύπνα γιώργη , θα μας σκοτώσουνε!! Πάρε το δίκανο να τους καθαρίσουμε πρώτοι !!!
-Δεν σκοτώνω φίλε , ο φόνος είναι κακό πράμα…
-Τί λές ρε παλαβέ ??
-Τι τι λέω ? Ξεχνάς τι τραβάγαμε τόσο καιρό απο τους άλλους ? Τί πλαστήρας , τί παπάγος , τα ίδια σκατά είναι , τουλάχιστον με αυτούς θα ξεμπερδέψουμε πιό γρήγορα … Άσε που δεν κάνει να σκοτώνουμε κιόλας…
- Ρε , θα μας αλλάξουν τον αδόξαστο , θα μας σφάξουνε στο γόνατο!!!
- Φίλε μου , σου επαναλαμβάνω , ο φόνος δεν συνάδει με την ιδεολογία μου…Άμα θές να πάς , να πάς ,άλλωστε σιγά μην τους σκοτώσεις όλους…
-Γιατί ρε Γιωργάκη , έχεις να προτείνεις τίποτα καλύτερο ? Εσύ τί θα κάνεις δηλαδή ?
- Εγώ θα πάω να κάνω κανα μπανάκι , και μετά θα κατέβω στο δρόμο να τους βάλω τις φωνές…

Κι έτσι , οι εξωγηίνοι υποδούλωσαν τον πλανήτη και ανάγκασαν τον ντόπιο πληθισμό να δουλεύει υπερωρίες , τοποθετώντας υπόθετα σε πράσινα φωσφοριζέ οπίσθια…Κί αν καμμιά φορά ο Γιωργάκης έλεγε καμμιά κουβέντα και διαμαρτυρόταν , ο Μήτσος τον κοιτούσε και κούναγε το κεφάλι και τον έλεγε χαζοβιόλη . Ακόμα και οι εξωγηίνοι του κάνανε τρελλή καζούρα και του λέγανε , “πέστα ρε γιωργάρα , είσαι ωραίος ” , και τον αφήνανε και λάσκα γτ ξέρανε κι αυτοί πως ο γιωργάκης τα έλεγε καλά ο μπαγάσας ,αλλα δεν έκανε και τπτ άλλο εδώ που τα λέμε . Γτ στην τελική ο γιωργάκης είχε επίπεδο και δεν το έριχνε για κανέναν ναούμε!!!

Κι έτσι ζήσαν αυτοί σκατά και το ίδιο προβλέπω και για εμάς άν δεν κατέβετε στις κάλπες παιδία…

Αυτιά…

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Ωστε δεν θέλεις να ψηφίσεις μαλάκα; Πάρε αυτό στη μάπα !!

Καλημέρα / Καλησπέρα σε όλους

Βρήκα αυτό το κειμενάκι στο μπλόγκ του έλικα (http://nefelikas.wordpress.com/)

και το αναδημοσιεύω σούμπιντος , γιατί γαμάει...
καλή ανάγνωση...

Α!!Ο μάγος αυτοκράτορας θα επιστρέψει σύντομα , απλώς έχει πεταχτεί ως τον μπιντέ να πλύνει τον κώλο του...

let's go...

Δεν απέχω, συμμετέχω: 10 επιχειρήματα κατά της αποχής

1. Όλοι ίδιοι είναι και σιγά μην αλλάξει τίποτα.

Άρα ας ακολουθήσουμε το δρόμο της μοιρολατρίας κι ας ανεχθούμε τη διαφθορά, την ασυδοσία και την κοινωνική αδικία που μας ταλαιπωρούν τόσες δεκαετίες. Ας μην τολμήσουμε να κάνουμε τίποτα, γιατί είμαστε αδύναμοι, φοβισμένοι και απογοητευμένοι. Ας περιμένουμε παθητικά το επόμενο σκάνδαλο, το επόμενο ξεπούλημα, το επόμενο θύμα. Κι ας αρκεστούμε στο να γκρινιάζουμε μεταξύ μας, κατηγορώντας όλους τους άλλους που σκέφτονται ακριβώς όπως εμείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον θα είμαστε σίγουροι ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Ποτέ.

2. Δεν θέλω να στηρίξω αυτό το πολιτικό σύστημα.

Η δυνατότητα ψήφου δεν στηρίζει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, εκτός κι αν σκοπεύεις να επιλέξεις ένα από τα δύο κόμματα που παραδοσιακά εναλλάσσονται στην εξουσία. Αντιθέτως, η αποχή συντηρεί τις μέχρι τώρα ισορροπίες και ευνοεί τις παρατάξεις που έχουν χτίσει τη δύναμη τους στην πελατειακή λογική και την οπαδική νοοτροπία. Αν θέλεις λοιπόν να δεις τον δικομματισμό να θριαμβεύει για άλλη μια φορά, πήγαινε για μπάνιο. Διαφορετικά, κάνε την παρουσία σου αισθητή με την ψήφο σου και άλλαξε το πολιτικό τοπίο. Με λίγη καλή τύχη, ίσως καταφέρουμε να δούμε κάποια στιγμή και απλή αναλογική στις βουλευτικές εκλογές. Η ευκαιρία υπάρχει, στο χέρι μας είναι αν θα την αφήσουμε να πάει χαμένη.

3. Δεν υπάρχει κανένα πολιτικό κόμμα με το οποίο ταυτίζομαι απόλυτα.

Υπάρχουν δεκάδες πολιτικά κόμματα που καλύπτουν ένα τεράστιο εύρος ιδεολογίας και μεθοδολογίας. Ακόμα κι αν δεν υπάρχει κάποιο που να θεωρείς ιδανικό, σίγουρα υπάρχει κάποιο με το οποίο συμφωνείς περισσότερο. Μπες στον κόπο να ψάξεις τις θέσεις τους αναλυτικά, ιδίως αυτές που αναφέρονται σε θέματα που σε αφορούν άμεσα. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να επιλέξεις να ανήκεις κάπου, ούτε ότι θα πρέπει να εμπιστευτείς τα πάντα σε πρόσωπα που δεν μπορείς να ελέγξεις. Συμμετέχοντας σε εσωκομματικές διαδικασίες ή απλά ασκώντας πιέσεις σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, έχεις τη δυνατότητα να συνδιαμορφώσεις το κόμμα της επιλογής σου προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Και φυσικά, έχεις κάθε δικαίωμα να το απορρίψεις στις επόμενες εκλογές και να προτιμήσεις κάποιο άλλο.

4. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να συμμετέχεις πέρα από το να επισκέπτεσαι την κάλπη κάθε τέσσερα χρόνια.

Και ποιος είπε ότι το ένα αναιρεί το άλλο; Από πού κι ως πού η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία αποκλείει τη συμμετοχή σε άλλου είδους δράσεις; Ή μήπως αν κάποιος πάει και ψηφίσει γίνεται αυτομάτως κομματικό στρατιωτάκι και του απαγορεύεται να στηρίζει δραστηριότητες που δεν εγκρίνει η ηγεσία της παράταξης του; Αυτά είναι αστεία πράγματα, όπως αστείο είναι και να νομίζει κανείς ότι όλες οι πορείες, όλες οι συνελεύσεις και όλες οι συλλογικές διεκδικήσεις μαζί μπορούν να υποκαταστήσουν το δημοκρατικό δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Το να αφιερώνει κάποιος χρόνο και ενέργεια από τη ζωή του για να ασχοληθεί με την πολιτική και μετά να φοβάται να πάει στις εκλογές να ψηφίσει ισοδυναμεί με κλωτσιά σε μία καρδάρα γεμάτη γάλα.

5. Η συνειδητή αποχή είναι πολιτική θέση.

Αόριστη και αόρατη, στο ίδιο ακριβώς τσουβάλι με την αποχή της άγνοιας και της αδιαφορίας. Χωρίς δυνατότητα να εκφράσει δημόσιο λόγο στο ευρύ κοινό. Χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση να προβεί σε αποτελεσματικές κοινωνικές δράσεις. Χωρίς εκπροσώπηση στη Βουλή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα μέσα και στα θεσμικά όργανα. Και χωρίς πιθανότητα να παρέμβει στο εσωτερικό των πολιτικών παρατάξεων για να αλλάξει τις δομές και τη νοοτροπία τους. Ουσιαστικά, η “συνειδητή” αποχή το μόνο που κάνει είναι να φιμώνει την ιδεολογία από την οποία προέρχεται, επιτρέποντας να διαιωνίζονται τα αρνητικά στερεότυπα που προσάπτουν στον αντιεξουσιαστικό χώρο όλοι όσοι έχουν συμφέρον από τη δαιμονοποίηση του.

6. Είμαι οπαδός της αμεσοδημοκρατίας και δεν πιστεύω σε εκπροσώπους.

Ωραία, και πώς ακριβώς θα φτάσουμε κάποια στιγμή στην ουτοπία της αμεσοδημοκρατίας; Με επανάσταση; Ας είμαστε σοβαροί… Μέχρι να το επιτρέψουν οι τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις θα είμαστε αναγκασμένοι να συμβιβαζόμαστε σε εκδοχές του σημερινού μοντέλου. Με εκπροσώπους που – σε έναν ιδανικό κόσμο – θα έχουν τις ικανότητες και το ήθος να διαχειριστούν περίπλοκα ζητήματα που καμία μαζική συνέλευση δεν μπορεί να λύσει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε την κλίμακα για την οποία συζητάμε. Η Ελλάδα έχει κάπου έντεκα εκατομμύρια πολίτες, η Ευρωπαϊκή Ένωση μισό δισεκατομμύριο. Χωρίς εκπροσώπους και φορείς δεν είναι εφικτό να λειτουργήσει το σύστημα. Και για να γίνει το σύστημα πιο δίκαιο και πιο αποτελεσματικό είναι απαραίτητες οι εκλογές. Η προοπτική να μην υπάρχει καθόλου σύστημα είναι απλά αφελής, εκτός αν κάποιος ονειρεύεται μία Ευρώπη που θα αποτελείται από εκατομμύρια ολιγομελή και αυτόνομα κοινόβια. Τελευταία φορά που συνέβη κάτι ανάλογο πάντως ήταν λίγο μετά την εποχή των παγετώνων.

7. Καλύτερα να κάνουμε εκλογική απεργία για να ρίξουμε το σύστημα.

Αυτό δεν έχει γίνει ποτέ και πουθενά, κι ούτε πρόκειται. Μάλιστα, όσες φορές επιχειρήθηκε συντονισμένα είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Όπως και να ‘χει, είτε το ποσοστό αποχής στις ευρωεκλογές φτάσει το 30% είτε το ξεπεράσει, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να φτάσει στο σημείο να ακυρώσει την όλη διαδικασία. Ακόμα κι αν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο στο μέλλον όμως, το μόνο που θα συνέβαινε θα ήταν να εκλείψει ο κοινοβουλευτισμός, ανοίγοντας το δρόμο σε αυτόκλητους “σωτήρες” να αντικαταστήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα με τη δικτατορία της αρεσκείας τους. Θέλεις να συμβάλλεις σε μία τέτοια προοπτική;

8. Αν υπήρχε ενωμένη και ισχυρή αριστερά θα πήγαινα να ψηφίσω.

Και πώς ακριβώς περιμένεις να υπάρξει όσο δεν ψηφίζεις; Σα να μην έφτανε το ανοιχτό τραύμα της μακρόχρονης διάσπασης, από τη στιγμή που αποφασίζεις να απέχεις συντηρείς τα μικροπολιτικά παιχνίδια, την ηττοπάθεια, την οπισθοδρόμηση, την πόλωση, τον παλαιοκομματισμό και τη μίζερη καθαρολογία των ευκαιριακών μικρομάγαζων. Το χειρότερο όμως είναι ότι άθελα σου ενισχύεις όλα τα κόμματα που βρίσκονται στον ιδεολογικό αντίποδα όσων πιστεύεις. Αν θέλεις μια καλύτερη και ενωμένη αριστερά λοιπόν, δεν έχεις παρά να ψηφίσεις το κομμάτι που θεωρείς περισσότερο υγιές και να βοηθήσεις να αναδειχτούν τα πρόσωπα που εμπιστεύεσαι περισσότερο. Κι αν δεν μπορείς να αποφασίσεις ποια αριστερά θέλεις, τουλάχιστον ψήφισε κάποιο μικρό και ανώδυνο κομμάτι της ώστε να αυξήσεις τη συνολική δυναμική της.

9. Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες.

Κι αν η αποχή μπορούσε να απειλήσει το κατεστημένο δεν θα την συνιστούσαν τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης. Από την Αυριανή μέχρι τον Πρετεντέρη, κι από τον Παπαχελά μέχρι το Άλτερ, η καθεστωτική προπαγάνδα επιμένει να προωθεί την αποχή ως μορφή διαμαρτυρίας κατά του πολιτικού συστήματος. “Πηγαίνετε για μπάνιο”, “εκμεταλλευτείτε το τριήμερο”, “μαυρίστε τους κάνοντας ηλιοθεραπεία”. Οι στυλοβάτες της διαπλοκής γνωρίζουν πολύ καλά ότι κάθε χαμένη ψήφος συντηρεί τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων. Θα τους κάνεις τη χάρη;

10. Δεν πιστεύω στην δημοκρατία.

Το μόνο σύστημα στο οποίο δεν έχουν οι πολίτες δικαίωμα ψήφου είναι η δικτατορία – του χουντικού, του μονάρχη ή του προλεταριάτου. Ακόμα και στην αναρχία, η έννοια της αμεσοδημοκρατίας στηρίζεται στις ομόφωνες αποφάσεις ενός συνόλου. Λυπάμαι που σου το λέω λοιπόν, αλλά αν δεν πιστεύεις στη δημοκρατία, όποια λέξη και να χρησιμοποιείς για να περιγράψεις τον εαυτό σου, είναι καιρός να παραδεχτείς ότι είσαι απλά άλλος ένας φασίστας.

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

To τελευταίο ταξίδι του μάγου - αυτοκράτορα (μερος 4)

ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ




"Ακούς ρε μαλάκα ; " ,είπε ο Κίρινταν , κοιτάζοντας λοξά προς την κατεύθυνση του δράκου . "Ακούω ρε φίλε ,ακούω... μπορώ να κάνω κι αλλιώς ;" , απάντησε ο Αγκάλακον , που είχε αρχίσει να βαριέται απίστευτα με την πολυλογία του μάγου . "Έτσι που λες !!! Καρκίνος στον πνεύμονα , και το έμαθα πριν δυο βδομάδες !!... Τον γαμάς το πούστη το γιατρό , ή δεν τον γαμάς ; Εγώ είχα όνειρα , εγώ είχα σχέδια!! Τώρα ήρθε η κολοαρρώστεια και μου τα γάμησε όλα !!! Έχω φρικάρει ρε συ , τι θα κάνω; Τί στο διάολο μπορώ να κάνω...;" , αποτελείωσε την πρότασή του ο μάγος , και για μία ακόμα φορά μέσα στην ίδια νύχτα , κατέρευσε μέσα σε λυγμούς , σαν να τη Μάρθα Βούρτση ,την πρώτη μέρα της περιόδου της. Ο δράκος , με φανερή αμηχανία , τον χάιδεψε συμπονετικά με τη τεράστια , κόκκινη πατούσα του , "Έλα ρε φίλε , μη κλαις τώρα...Δηλαδή, έρχομαι κι εγώ τώρα σε δύσκολη θέση να πούμε , πάρτο σαν άντρας ρε συ Κίρινταν..." . Ο Κίρινταν όμως , συνέχιζε να θρηνεί απαρηγόρητος , ενώ δάκρυα και μύξες έτρεχαν ποτάμι στην περιποιημένη του γενειάδα . " Ρε φίλε..." , συνέχισε ο Αγκάλακον , "Εντάξει , δεν θα πώ πως σε καταλαβαίνω, εμείς οι δράκοι δεν παθαίνουμε καρκίνους και μαλακίες ... Αλλά πρέπει να δεις τι θα κάνεις ρε μεγάλε, να πάρεις τα πάνω σου !! Κοίτα τον εαυτό σου, κουρέλι έχεις γίνει !!! " . "Και τί να κάνω ρε σύ ; " ακούστηκε σπασμένη η φωνή του βασιλιά , " Τί να κάνω ; Σε έξι μήνες , θα βλέπω τα κυπαρίσσια ανάποδα, να πούμε...Άει γαμήσου κι εσύ , κανείς δεν με καταλαβαίνει !!". Ο Αγκάλακον ήταν καλός ,ήταν χρυσός , αλλά για δύο πράγματα δεν φημιζόταν : για τις επιδόσεις του στον στίβο και την ψυχραιμία του , η οποία άρχισε πλέον να φθίνει ραγδαία . " Άκου να σου πώ ρε κουράδι!! " , είπε με την βραχνή αγριοφωνάρα του , " Δεν θα με ξυπνάς εμένα μες τη μαύρη νύχτα να πούμε , για να κάθεσαι και να μου κλαίς σαν αδερφούλα και να μου λές δεν σε καταλαβαίνω !!! Σύνελθε μαλάκα να μιλήσουμε , μήν σε πλακώσω στις σφαλιάρες όπως είσαι !!Δέν έχεις αρχίδια φίλε , λυπάμαι που στο λέω... " .Ο Κίρινταν σταμάτησε το γοερό του κλάμα, επιδεικνύοντας μια αλλαγή διάθεσης που αναλογή της, μόνο σε περσόνες κινηματογραφικών σχιζοφρενών μπορούσε να συναντήσει κανείς . " Γιατί μωρή σαύρα , έχεις εσύ;" , απάντησε ειρωνικά , αρπάζοντας την ευκαιρία να του το ξανακοπανήσει για εκατομμυριοστή φορά τα τελευταία χρόνια . Παραδόξως , αν και αφόρητα επεναλαμβανόμενο , το αστείο έπιασε . " Χαρ Χαρ Χαρ!!" έκανε ο δράκος , καθώς μια εύθυμη γκριμάτσα σχηματιζόταν στο τερατώδες του πρόσωπο. Το ηλίθιο γέλιο του τεράστιου ερπετού ήταν μεταδοτικό και σε λίγη ώρα οι δύο φίλοι γελούσαν υστερικά σαν βλαμμένοι . "Έτσι σε θέλω ρε καρντάση !! ", είπε ο Αγκάλακον , με ένα ανασήκωμα του κακάσχημου κεφαλιού του , " Βρήκες τον εαυτό σου να πούμε , που μου μυξόκλαιγες σαν καρακαηδόνα..." . "Εγώ τουλάχιστον έχω πούτσα και αρχίδια... " , επανέλαβε ο Κίρινταν , που είχε αρχίσει πλέον να το κουράζει , αλλά ο δράκος τον έγραψε σ'αυτά που δεν είχε και συνέχισε . "Ύστερα σου λέει, εμείς οι άντρες δεν ξέρουμε να διαχειριζόμαστε τα αισθήματά μας...Πάρτο παλικαρίσια ρε , ψηλά το κεφάλι!! Κάθεσαι και μου τα βάφεις μαύρα..." . " Ποιός το είπε αυτό ρε σύ ; " , απάντησε ο βασιλιάς . "Μιά πουτάνα μωρέ , μιά φεμινίστρια ." , είπε ο Αγκάλακον . " Έλεγε πως επειδή δεν έχω πουλί , χρησιμοποιώ την βία ως φαλλικό υποκατάστατο . Κατάλαβες , η μαλακισμένη ; Πήγε να μας την πεί κιόλας... " . "Και πού την συνάντησες εσύ ρε παπάρα την φεμινίστρια ; " ρώτησε ο μάγος απορημένος , "Πήγες σε καμμιά πορεία ; " είπε ρουθουνίζοντας ειρωνικά , μιάς και σιχαινόταν τις πορείες , οι οποίες κατα την γνώμη του δεν ήταν παρά μια θλιβερή μάζωξη άπλυτων μαλλίαδων , που περπάταγαν παρέα σαν τα ζόμπι και γκάριζαν ταυτόχρονα τις ίδιες μαλακίες . "Εσύ μου την έφερες ρε άχρηστε ,δεν θυμάσαι ; Τον τελευταίο καιρό σταμάτησες να βρίσκεις παρθένες και άρχισες να μου στέλνεις όλες τις κακογαμημένες . Αλλα εντάξει , δεν σου το κρατάω...Έκανε καλό μεζέ η καριόλα ..." απάντησε ο δράκος , χαιδεύοντας την φουσκωμένη του κοιλιά . "Ρε φίλε , ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό... " άρχισε να λέει ο Κίρινταν, "Γιατί ρε 'συ θέλετε πάντα παρθένες ; Αφού ούτε τις γαμάτε , ούτε τις παντρεύεστε !! Τις τρώτε κι αυτές , όπως όλο το κόσμο . Τί σκατά με ταλαιπωρείς ;" . "Ρε φίλε, δεν καταλαβαίνεις , είναι θέμα πρωτοκόλλου και γοήτρου να πούμε..." είπε το ερπετό "Έτσι πάει , πού να σου εξηγώ τώρα , δεν θα καταλάβαινες..." . "Καλά , τέλος πάντων." συνέχισε ο μάγος σκεφτικός , " Όλα αυτά τα κόκαλα , δικά της είναι ; Γιατί , σαν πολλά μου φαίνονται.." . " Ποια, όλα αυτά ;" απάντησε ο δράκος , "Όοοοχι ρε μαλάκα , δεν είναι δικά της . Ειναιαιαια...Είναι ότι απέμεινε απο την τελευταία σειρά συμβασιούχων πυροσβεστών. ", βιάστηκε να απαντήσει , σκαλίζοντας ταυτόχρονα τη μύτη του με το τεράστιο νύχι του , διατελώντας σε φανερή αμήχανία . Ο Κίρινταν έμεινε ανέκφραστος για μια στιγμή . 'Υστερα, σαν να το σκέφτηκε καλύτερα , κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του σαν να αδυνατούσε να πιστέψει αυτό που άκουσε και αναπήδησε νευρικά στη θέση του . " Τί λες μωρή σαύρα , τί ξεστόμισες; Τους έφαγες όλους ρε καταβόθρα ; Τί θα πώ εγώ στις οικογένειές τους ρε βλαμμένε ; Παλιονεροχύτη!!Φαταούλα!!" . " Μή θυμώνεις ρε φίλε!!Πεεεες...Πές πως τους έστειλες για τσιγάρα , ξέρω ΄γω;..." , πέταξε τη κοτσάνα του ο Αγκάλακον . "Τί να έκανα ρε φίλε , αφού έληγε η σύμβασή τους!!Εσύ δεν τους είχες υποσχεθέι να τους μονιμοποιήσεις στη συνέχεια ;Έλα μαλάκα, σκάσε τώρα...Χάρη σου έκανα , που θα μου τάιζες τους χαραμοφάηδες , να πούμε..." . Το σκέφτηκε λίγο και πρόσθεσε , " Δεν είναι καλύτερα που ΜΟΥ τους τάισες ,εεεε ;Χεεεχεχεχεχε...", και το σαρκαστικό του γέλιο ενώθηκε με αυτό του βασιλιά σε ένα κρεσέντο ευθυμίας , που ο αντίλαλός του γρήγορα εξαπλώθηκε στην αχανή υπόγεια σπηλιά . "Είσαι ωραίος ρε μαλάκα , θα μου λείψεις..." , είπε ο Κίρινταν χαμογελώντας με συμπάθεια . " Γιατί ρε , πού θα πάς ; " ρώτησε ο δράκος με την απορία αποτυπωμένη στη σκατόφατσά του . "Φεύγω φίλε , παίρνω πούλο...Τά παρατάω όλα, πάω να γλεντήσω τη ζωή μου!!Όση μου απέμεινε δηλαδή... " , απάντησε ο μάγος , ενώ ένας κόμπος του ανέβηκε στο λαιμό . " Τί λές τώρα ρε θηρίο ; Σοβαρολογείς ; " , είπε ο Αγκάλακον , ξεχνώντας πως βασικά αυτός ήταν το θηρίο , και γουρλώνοντας έκπληκτος τις κατακόκκινες ματάρες του . " Φίλε ,το πήρα απόφαση , δεν τη παλεύω άλλο..." , απάντησε ο βασιλιάς κοιτώντας το κενό . " Τόσα χρόνια ξεσκίστηκα στη δουλειά . Για το λαό , να είναι ασφαλής , να μην τους λείπει τίποτα , να τρώνε , να γαμάνε και να πολλαπλασιάζονται σαν τις κατσαρίδες . Παλιομαλάκες...Και τί κατάλαβα; Με έφαγε το άγχος. Γαμήθηκα να διαβάζω , να παίρνω αποφάσεις , να τα βάζω με τις αμφιβολίες μου, μόνος , αργά το βράδυ . Απο οικογένεια ; Αρχίδια παππούλη!! Κουβαλιόντουσαν κάθε κυριακή για χορό στο παλάτι τα πουταναριά και μου κάναν κόρτε , και καλα πως με γουστάρανε , αλλα αφού είμαι μπάζο ρε φίλε , το ξέρω , δέν είμαι κανας μαλάκας να τη πατήσω . Για τα φράγκα σκάγανε μύτη όλες , οι παλιοκαρίολες ... Αν ήμουν κανας τσοπάνης κι έκανα πως τις γούσταρα εγώ , θα με στέλναν να γαμήσω καμμια προβατίνα καλύτερα , κι αυτή ακόμα μπορέι να μου έριχνε χιλόπιτα . Άσε που δεν προλάβαινα να ασχοληθώ και με γκόμενες , να πούμε . Όλο στραβές τυχαίνανε , πολύ δουλειά και δε συμμαζεύεται , τα ξέρεις..." . "Τα ξέρω ρε 'συ , τα ξέρω " είπε ο Αγκάλακον ,"Ήσουν μαλάκας όμως , έπρεπε να έχεις εκμεταλλευτεί τη θέση σου, φίλε!! ". Ο Κίρινταν τον κοίταξε για μιά στιγμή σκεφτικός και στη συνέχεια συγκατένευσε . " Έχεις δίκιο ρε μαλάκα , αλλα ξέρεις τι ; Τους νοιαζόμουν τους κακομοίρηδες!! Δεν ήθελα να πούμε , να υποφέρουν , τί μου φταίγε ο κόσμος στο κάτω κάτω; Είπα κι εγώ να κάνω τη δουλειά μου σωστά . Παπαριές !!! Με τίποτα δεν ευχαριστιόντουσαν !! Αποκεφάλιζα τους δολοφόνους , μου την έπεφτε η διεθνής αμνηστία , χαλάρωνα την αστυνόμευση , φωνάζανε οι "φιλήσυχοι πολίτες " (αρχίδια φιλήσυχοι ,if u ask me) , έβαζα φόρους , ξεσηκωνότανε ο κόσμος , τους χαμήλωνα , οι υπουργοί μου ζαλίζανε τα αρχίδια . Χάος μεγάλε , της πουτανας το κάγκελο , να μην ξέρεις απο πού να αρχίσεις!!" . "Τα ξέρω , τα ξέρω ..." , είπε το ερπετό , καταπνίγοντας ένα χασμουρητό . "Και στο τέλος, το κερασάκι στην τούρτα : ειμαι άρρωστος φίλε!! Σε έξι μήνες πάει!! Αποχαιρετώ τα εγκόσμια !!Γκέημ όβερ!!! Γκόυντ μπάη μπλού σκάη , που λένε και οι πίνκ φλόυντ!!" . " Ποιοί ;!!" έκανε να ρωτήσει ο δράκος , αλλά ο Κίρινταν δεν το βούλωνε με τίποτα . " Θα πεθάνω μαλάκα , και τί θα έχω κάνει που να το έχω ευχαριστηθεί εγώ; ε , τι ;ΤΙ;Θα σου πώ φίλε : ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ , ΤΙΠΟΤΑ!!! . Έτσι απλά , τίποτα. Μιά ζωή , για τους άλλους , για μένα ,τίποτα ... " . " Έχεις δίκιο ρε μεγάλε , καλά τα λές ..." , ακούστηκε σαν γνώριμη επωδός , η απάντηση του δράκου . " Γιαυτό σου λέω φίλε ,στα αρχίδια μου...Θα τα βροντήξω όλα και θα πάω ταξιδάκι . Να γνωρίσω κόσμο , να πάω σε κανα πάρτυ , να πιώ κι εγώ τα ξυδάκια μου , να πώ τις μαλακίες μου σαν άνθρωπος , να περάσω μια φορά καλά πρίν τα τινάξω . Τί λες ; Τη γνώμη σου ήθελα , γιαυτό ήρθα να σε βρώ απόψε , για να δώ τι νομίζεις κι εσύ . Στο τέλος τέλος , μόνο εσύ μου στάθηκες σαν φίλος , μόνο εσένα εμπιστέυομαι..." . "Να πάς ρε Κίρινταν , να πάς , το αξίζεις... " , ξεκίνησε ο Αγκάλακον , "Αλλά εγώ τί θα απογίνω ρε μαλάκα ; Κι εγώ μόνο εσένα έχω. Απο τους υπόλοιπους , οι μισοί με φοβούνται και οι άλλοι μισοί με σιχαίνονται . Με το που θα κάνεις πως βγάζεις το πόδι απ'την πόρτα , θα με έχουν κάνει βραστό στην κατσαρόλα " . Ο Κίρινταν του χαμογέλασε φιλικά και καθυσηχαστικά . " Ρε μπαγάσα , έτσι θα σε άφηνα ; Θα σε ξέχναγα νομίζεις ; Έννοια σου , και θα σου κάνω εγώ τέτοια καβάτζα , που θα την περνάς πούδρα για χρόνια. Με το που θα βγάλω το πόδι απο την πόρτα , όπως είπες , όλη η αυλή θα σκάσει μύτη εδω κάτω και θα σου γλύφει τα αρχίδια ...Που δέν έχεις!!" . Δεν κρατήθηκε και πρόσθεσε ο βασιλιάς . Για μία ακόμα φορά , το πολυκαιρισμένο και κατακουρασμένο αστείο-συνταξιούχος έπιασε τόπο και τα δυό τους ξεσκίστηκαν να γελάνε σαν ηλίθιοι , με την ίδια γνωστή μαλακία . "Αυτό ήταν λοιπόν ; Λέμε αντίο ; " είπε ο δράκος , ενώ ένα μεγάλο σαν κρυστάλλινο βάζο δάκρυ , που δεν μπορούσες να πέις αν ήταν απο τα γέλια που προηγήθηκαν ή απο λύπη για τον αποχωρισμό τους , λαμπύριζε στην άκρη του τεράστιου ματιού του . " Μάλλον φίλε, έτσι φαίνεται... Θα μου λείψεις..." . Είπε ο Κίρνταν , κοιτώντας τον στα μάτια . " Κι εμένα ρε φίλε.Θα σε αγκάλιαζα , αλλα φοβάμαι μήν σε πατήσω σα σκατό... " απάντησε ο Αγκάλακον με πειρακτική διάθεση , προσπαθώντας να κρύψει την λύπη του . Θα του έλειπε όντως αυτό το κοντοπίθαρο ανθρωπάκι με τη σάπια ψυχή , που είχε υπάρξει κολλητός του τόσα χρόνια . " Να φοβάσαι καλύτερα , μη σε πώ αδερφή!! Ακόυς εκεί , θα με αγκάλιαζες ..." , αντιγύρισε το πείραγμα ο Κίρινταν , κάνοντας πως δεν έτρεχε τίποτα , ενώ ένα κρύο χέρι του έσφιγγε άσπλαχνα την καρδιά . Θα ήθελε να πάρει το μαλάκα το δράκο μαζί του , γαμώ τις παρέες θα κάνανε , αλλα πού σκατά να τον κρύψει ; Θα φρίκαρε το σύμπαν με το που θα τους έβλεπε. Όχι , δεν θα μπορούσε να συμβεί . Ευχόταν μόνο καπως να τα έφερνε η ζωή και να τον ξανασυναντούσε , πράγμα δυστυχώς αμφίβολο . " Λοιπόν , σαύρα " , συνέχισε ο βασιλιάς , "σε αφήνω πρίν μας πάρουν τα ζουμιά. Πάω να τα κάνω όλα πουτάνα !!!Γουής μη λάκ!!" , αποτελείωσε την πρότασή του , πισωπατώντας πρός την έξοδο . "Στο καλό ρε αδερφούλα , να μου στέλνεις κάρτ ΠΟΥΣΤΑΛ!! , αστειέυτηκε ο αγκάλακον , φωνάζοντας τις τελευταίες λέξεις και προκαλώντας το γέλιο του βασιλιά που έφτανε ως εκεί απόμακρο , καθώς ο Κίρινταν είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει τα σκαλία προς το παλάτι . "Να προσέχεις τον εαυτό σου αδερφέ...", αποτελείωσε την πρότασή του χαμηλόφωνα ο δράκος, κι απέμεινε πάλι μόνος μέσα στην σκοτεινή σπηλιά, που ξαφνικά έμοιζε ακόμα πιό κρύα και υγρή απ' ότι πρίν...

Ο Κίρινταν ανέβαινε ενθουσιασμένος τα σκαλιά , καθως η αυγή χάραζε κατακόκκινη πάνω απο τους πύργους της Άρμινας και η καινούγια μέρα ξεκινούσε λαμπρή και όμορφη στο βασίλειο του Ντόλ Κουαρθόλ . Το βήμα του ήταν γρήγορο και η διάθεσή του γαμάτη . " Σε λίγο, θα τις αφήσω πίσω μου όλες αυτές τις παπαριές " , σκεφτόταν και χαζογελούσε μόνος , σαν μικρό παιδί . Φτάνοντας μπροστά απο την πόρτα του πούστη θαλαμηπόλου (Αβάριελ ήταν το όνομά του όπως είπαμε και πρίν ) , χτύπησε με δύναμη λέγοντας : "ΞΥΠΝΑ ΜΩΡΗ ΛΟΥΓΚΡΗΤΙΑ!!ΠΑΛΙΟΠΟΥΣΤΗ!!ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ ΜΩΡΗ ΛΟΥΛΟΥ!!". Περίμενε λίγο μέχρι να αντιληφθεί κάποιο σημάδι πως ο ξεφτιλισμένος κρατικός υπάλληλος είχε επιτέλους ξυπνήσει . Με το που άκουσε το κρεβάτι να τρίζει συνέχισε . "ΣΕ ΜΙΣΗ ΩΡΑ , ΘΕΛΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΥΛΗ ΝΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΟΥΖΑ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ!!ΦΕΡΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΔΥΟ ΠΟΥ ΛΕΓΑΜΕ!!". Αφουγκράστηκε λίγο και μόλις άκουσε το πουστράκι να βαριανασαίνει αγχωμένο, έριξε και την τελευταία ατάκα . ''ΑΝ ΑΡΓΗΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ , ΘΑ ΣΕ ΡΙΞΩ ΣΤΑ ΟΡΚ ΝΑ ΣΕ ΠΗΔΗΞΟΥΝ ΟΜΑΔΙΚΑ , ΠΑΛΙΟΠΟΥΣΤΑ!! ΕΙΝΑΙ ΓΑΙΔΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΜΗΤΟΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ,ΘΑ ΠΕΤΑΞΕΙ ΣΠΙΘΕΣ ΤΟ ΚΩΛΟΤΡΥΠΙΔΙ ΣΟΥ ,ΑΧΡΗΣΤΕ ΠΙΣΩΓΛΕΝΤΗ!!ΤΣΑΚΙΣΟΥ ΝΑ ΤΑ ΕΤΟΙΜΑΣΕΙΣ ΟΛΑ!!ΑΝΤΕ , ΚΟΥΝΗΣΟΥ!!".Είπε , και συνέχισε να βαδίζει ανάλαφρα και χαμογελαστός , προς την αίθουσα του θρόνου . Ξαφνικά ,κάποια κακή τύχη οδήγησε στον δρόμο του βασιλιά τον Τέντρασιλ Κουθάλιον , του Βασιλείου και της Μαρίκας , αποτυχημένο , ΕΠΟΠ και χαραμοφάη , που γυρνούσε απο την χθεσινή ολονύκτια σκοπιά . Ξεπρόβαλλε απο μια γωνιά , κουρασμένος και ανυποψίαστος , μόλις όμως αντιλήφθηκε ποιόν ακριβώς αντίκρυζε, ο λοχιάκος γούρλωσε τα πρησμένα και κατακόκκινα ματάκια του και κοίταξε τον βασιλιά με δέος . "Άρχοντά μου!!" , έκανε να πεί , αλλά ο Κίρινταν τον έκοψε απότομα. " Άλλες δέκα μέρες φυλακή , γιατί έτσι μου καύλωσε!! " , δήλωσε ο μάγος και συνέχισε απρόσκοπτος τον δρόμο του . Σε λίγη ώρα έφτασε στην αίθουσα του θρόνου και έστρωσε την αριστοκρατική κωλάρα του του στην γνώριμη της θέση . "Ας έρθουν..." είπε χαμογελώντας ανατριχιαστικά .
"Και τώρα , θα γίνει της πουτάνας..."