Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ (διήγημα του Φώτιου Α. Πρέκα)

Ο κολλητός μου , ο Φώτης , ο καλλιτέχνης , ο ανώμαλος , ο ανθρωπος....
Εκεί που μαλακίζονταν και κόντευε να χύσει , του ήρθε και η έμπνευση το έπος για να αρχίσειειειιειει...
Το δημοσιέυω εδώ , ελπίζοντας να μην σας κόψει η χέσα (Θα καταλάβετε σύντομα το λόγο...)

Ιντζόη...

ΤΟ ΕΠΟΣ ΕΝΟΣ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ

(διήγημα του Φώτιου Α. Πρέκα)

Ο Ιάκωβος Κακαλής……..
Ήταν ένας τύπος που έτρωγε μόνο σκάτα και έβγαζε φαγητό από τον κώλο .Έχεζε τροφές χωρίς να χάσουν ούτε μια από τις βιταμίνες τους και ζεστές σαν να είχαν βγει μόλις τώρα από την κατσαρόλα . Σαν καλός χριστιανός που ήταν , κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία τάιζε τους φτωχούς της ενορίας με τις τροφές που έβγαζε από τον κώλο .
Όλοι τον αγαπούσανε .
Γυναίκα δεν είχε -ήταν λίγο σκατόφατσας- αλλά ούτε και παιδιά . Έμενε μόνος του στο τέρμα της πόλης μαζί με τον βάτραχο του τον «Κουάξ» .
Πολλές φιλίες δεν είχε μόνο με μια γειτόνισσα την Όλγα οπού τον γούσταρε .Αυτός όχι. Είχε κάνει αρκετές φορές έρωτα μαζί της , όχι βέβαια πρωκτικό . Θεωρούσε τον κώλο «πηγή ζωής» .
Δούλευε σε εκκενώσεις βόθρων και έτσι εξασφάλιζε χρήματα για να ζήσει και σκατά για να φάει .
Ένα βράδυ…… μετά από διασκέδαση σε κοσμικό μπαρ της πόλης , καθώς πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι , τον έπιασε μια τρελή λιγούρα .Τα μάτια του από την πείνα θόλωσαν , στο μυαλό του γύριζαν μικρά και αφράτα σκατουλάκια . Δεν ήξερε τι να κάνει . Άρχισε να μπαίνει από εστιατόριο σε εστιατόριο μπας και δεν έχουν καθαρίσει καμία λεκάνη τουαλέτας . Όλες καθαρές . Κανένα ίχνος σκατούλας . Κόντεψε να λιποθυμήσει από την πείνα .Η γεύση της κουράδας τον έχει εθίσει .Όμως η τύχη του χαμογέλασε .Σε ένα σκοτεινό σοκάκι διέκρινε μια σκατούλα να του λέει «φάε με».Το πρόσωπο του έλαμψε . Με γρήγορα βήματα έφτασε έως εκεί . Ήταν υπερφυσικά μεγάλη , γύρω στα 4 κιλά . Σκέφτηκε για μια στιγμή ότι ήταν πάνω στον δρόμο και σίγουρα θα ήταν βρόμικη .Γονάτισε και είπε…..
«Δεν γαμίεται θα την φάω.»
Την έφαγε με λαχτάρα και συνέχισε τον δρόμο του για το σπίτι .
Η τετράκιλη σκατούλα όμως του δημιούργησε στομαχικές διαταραχές για τον κοινό λαό γνωστό και σαν «κόψιμο» .Από την αναζήτηση τροφής έφτασε στην φάση του «εδώ και τώρα χεσίμο» .
Ήταν τυχερός .Βρήκε ένα χωράφι ήσυχο , χωρίς αγκάθια για να υπάρχει κίνδυνος να του τρυπήσουν την κωλοτρυπήδα του. Κατέβασε γρήγορα το παντελόνι και αμόλησε δύο κλανίδια πριν βγει η τροφή .
Όμως κάτι περίεργο συμβαίνει . Δεν βγήκε από τον κώλο του ούτε ντολμαδάκια ούτε μπριζόλα αλλά ούτε και όσπρια .Η θαυματουργή κωλοτρυπίδα του ξέβρασε ένα ανθρώπινο νεκρό σώμα .Οι αιμορροΐδες του πονέσανε .Μαζί και η ψυχή του .

«Το κακόμοιρο το παιδί ,κάποιος ανώμαλος κανίβαλος το τηγάνισε και το έφαγε» είπε . «Είναι δεν είναι 78 χρονών» ξαναείπε .Το κατάλαβε από την μασέλα και από το ζάρωμα του πέους .
Από το πουθενά ακούστηκε μια σειρήνα περιπολικού . Το «ίου ίου» τον έκανε ανίκανο να αντιδράσει και να σκεφτεί οτιδήποτε .Δύο οπλισμένοι αστυνομικοί εμφανίστηκαν και του φορέσανε χειροπέδες . «Σε πιάσαμε αλήτη τελικά , η μάνα του 78 χρόνου θα χαρεί πολύ» είπαν οι μπάτσοι.
Άντε να αποδείξει ο Ιάκωβος τώρα ότι δεν τον σκότωσε αλλά τον έχεσε .
Μπλέξιμο.......μεγάλο μπλέξιμο .
Η δίκη θα γινόταν στης 17 Μαρτίου δηλαδή ανήμερα της 18 Μαρτίου και μια μέρα μετά της 16 Μαρτίου . Μέχρι τότε τον είχανε σε ένα σκοτεινό κελί , δεμένο από το τρίτο δάχτυλο του αριστερού του ποδιού και από μια τρίχα που έχει στο δεξί του κωλομάγουλο . Του έλειπε το σκατό . Έμεινε 12 μέρες χωρίς να φάει τίποτα .Είχε κιτρινίσει ολόκληρος .Όλοι την μέρα τον μαστιγώνανε και του βγάζανε τις τρίχες από την μύτη .Τα βράδια -όποτε κοιμότανε- έβλεπε το ίδιο περίεργο όνειρο. Καβαλούσε τον βάτραχο του και ταξίδευε σε τόπους μακρινούς όπου κουράδες κρεμόντουσαν από δέντρα και θάλασσες από ευκοίλια .Η απόλυτη ευτυχία .
Όμως......
Ιάκωβε ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις , σήμερα αρχίζει η δίκη .
Το δικαστήριο είχε πλημμυρίσει από κόσμο. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου όταν είδα τον Ιάκωβο να καταδικάζεται σε 27 φορές ισόβια .Οι παρακάτω γραμμές θα περιγράψουν το τι έγινε εκείνη την καταραμένη μέρα .
-Δικαστής- «Να σηκωθεί ο κατηγορούμενος»
-Όχλος- «ουουουουυουου»
-Δικαστής- «Τι έχεις να πει κατηγορούμενε ?»
- Ιάκωβος- «Είμαι αθώος»
-Δικαστής- «Καλά , καταδικάζεται σε 27 φορές ισόβια»
-Όχλος- «γιούπιιιιιιιιι!!!!!»
-Δικαστής- «ΠΑΡΤΕ ΤΟΝ!!»
Οι χειροπέδες ξαναφορέθηκαν στα κιτρινισμένα χέρια του Ιάκωβου , το πλήθος του έριχνε καντήλια –ευτυχώς ήταν χωρίς λάδι- και ο δικηγόρος του , κοιτούσε την γωνία στο ταβάνι σαν να έψαχνε τον Θεό τυλιγμένο σε έναν ιστό αράχνης . Μόνο η Όλγα έκλεγε ...... μόνο αυτή .
Έναν όχημα της αστυνομίας που περίμενε έξω από το δικαστήριο, τον συνόδευσε στην νέα του κατοικία .Στις φυλακές «Μαργαρίτα μήπως κλαίς ? » .
Σε αυτό τουλάχιστον ήταν τυχερός.
Οι φυλακές «Μαργαρίτα μήπως κλαίς ? » εφαρμόζουν ένα νέο πρωτοποριακό σύστημα σωφρονισμού που όμοιο του δεν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη .Δίνουν σε κάθε κρατούμενο μια τάπα πρωκτοασφαλείας για να αποφεύγονται οι βιασμοί και μια μαργαρίτα για να βλέπουν άμα γυναίκες τους ,τους αγαπάνε ακόμα (με αγαπάει ,δεν με αγαπάει).Κάθε μήνα τους δίνουν και από μια καινούργια .
Ο Ιάκωβος συγκατοικούσε στο ίδιο κελί με ακόμα 3 άτομα.Τον Δαλάι Ούγκ όπου ήταν φακίρης και γνωστός και σαν καράφλας , τον Κωστάκη που ήταν 7 χρονών και τον Κλειδαρά που ήταν αγρότης .
Ο Δαλάι Ούγκ είχε μπει στην φυλακή επειδή είχε ξεχάσει το κρεβάτι του με τα καρφιά στην μέση του δρόμου με αποτέλεσμα να γίνει πολύνεκρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα , ο Κλειδαράς είχε χασισοκαλλιέργιες σε κάποιο νησί –νομίζω στην Λήμνο- και ο Κωστάκης βίαζε την καθυστερημένη ανάπηρη μάνα του .
Με τον Δαλάι Ούγκ και τον Κωστάκη έκανε καλή παρέα ,τα θεωρούσε καλά παιδιά .Τον Κλειδαρά όμως δεν τον γούσταρε καθόλου , τον χαρακτήριζε σαν «δολοφόνο της νεολαίας» .
Οι μέρες στην φυλακή περνούσαν ήρεμα . Ξυπνούσε στις 7 το πρωί οπού τους έπαιρνε αναφορά ο δεσμοφύλακας ,ύστερα πήγαινε στις τουαλέτες για φαγητό , στις 10 πάλι στις τουαλέτες για να τις «καθαρίσει» ,το μεσημέρι και το απόγευμα κουβεντούλα και βόλτα στο προαύλιο και το βράδυ έκανε στοματικό έρωτα σε ισοβίτες .Ήταν αδύνατον να το αποφύγει .
Του έλειπε η ζωή του όμως έξω από την φυλακή . Ο βάτραχος του , η δουλεία του μέχρι και η Όλγα .Πολλές φορές κοίταζε από το παράθυρο της φυλακής και έβαζε τα κλάματα . Σκεφτόταν πολλές φορές άμα υπάρχει Θεός άλλα αμέσως τα λόγια του παπά-Γιάννη στροβιλίζανε στο μυαλό του. «Ο Θεός είναι αληθινός και υπάρχει , τον είδα» . «Γιατί να μου πει ψέματα ?» αναρωτιόταν .
Ένα βράδυ καθώς έπαιζε «μακριά γαϊδούρα» με τους άλλους φυλακισμένους –χε χε ωραίο παιχνίδι- τον έπιασαν τρομεροί πόνοι στο στομάχι . Κάτι από μέσα σαν να ήθελε να βγει . Η καρδιά του ήταν έτοιμη να σπάσει . Με βαθιές ανάσες προσπάθησε να αποβάλει τον πόνο.
Ο Δαλάι Ούγκ και ο Κωστάκης τον μεταφέρανε έως στο γιατρό της φυλακής . Μαζί του θα ζήσουν ένα ανεξήγητο φαινόμενο πέρα κάθε λογικής .
«Γρήγορα γρήγορα ξαπλώστε τον στο κρεβάτι» τους είπε ο γιατρός .
«Γιατρέ νοιώθω το στομάχι μου σαν να το κλώτσαει ένας ζωντανός οργανισμός από μέσα ...... Τώρα κατευθύνεται προς το παχύ έντερο.... .Τι πόνος είναι αυτός !!..... Προσπαθεί βγει από τον πρωκτό μου !!» Όλοι περιμένανε να δούνε τι σκατά θα βγει από τον κώλο του Ιάκωβου .
Ένα παιδί....ένα όμορφο κοριτσάκι είχε «γεννηθεί». Το κλάμα του πάγωσε την φυλακή .
Ο Ιάκωβος πλέον δεν πονάει και κρατάει στην αγκαλιά του το παιδί . «Θα το ονομάσω Μαργαρίτα , όπως το όνομα της φυλακής» είπε .
«Καλά αυτό πως μπορεί να έχει γίνει ? Είναι άντρας !» ήταν τα λόγια του γιατρού . Ο Ιάκωβος χαμογέλασε και είπε στον γιατρό την ιδιαιτερότητα που έχει . «Ίσως γιατρέ το σπέρμα από τον στοματικό έρωτα που κάνω κάθε βράδυ στους ισοβίτες σε συνδυασμό ότι μια φορά καταλάθος έφαγα μια ματωμένη σερβιέτα στις τουαλέτες του προσωπικού της φυλακής έφεραν αυτό το αποτέλεσμα» , κανείς δεν ξέρει . Ο Ιάκωβος πήρε το δρόμο προς το κελί του . Τώρα εκτός από τον εαυτό του έπρεπε να φροντίζει και την μικρή Μαργαρίτα.Είναι πλέον πατέρας μαζί και μητέρα ......ίσως και τίποτα από τα δύο .
Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στην φυλακή . Όλοι πλέον κοιτούσαν τον Ιάκωβο πιο ανθρώπινα .Μέχρι και οι ισοβίτες . Αλλά όχι και ο διοικητής της φυλακής .
Ο Σταμάτης Πέρδικας θεωρείται από τους πιο σκληρούς διοικητές που πέρασαν . Φήμες λένε ότι έχει στην φυλακή ένα προσωπικό χώρο γεμάτο εργαλεία βασανισμού και περνάει την ώρα του εκεί βγάζοντας τα νύχια των κρατούμενων και κόβοντας τα γεννητικά τους όργανα .
«Θέλω τον Ιάκωβο Κακαλή στο γραφείο μου !»
Δύο δεσμοφύλακες τον συνοδεύσανε μέχρι το γραφείο του διευθυντή .Πάνω στο γραφείο του είχε αραδιασμένα χαρτιά καθώς και μια φωτογραφία με την γυναίκα του .Αυτός κοιτούσε από το παράθυρο χωρίς να του δώσει προσοχή . Μετά από λίγα λεπτά αναμονής , στράφηκε προς το μέρος του Ιάκωβου και του είπε .
«Κάτσε»
Ο Ιάκωβος κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το γραφείο του διευθυντή .
«Έμαθα ότι γέννησες ένα κοριτσάκι . Είναι πραγματικά περίεργο αλλά έγινε και είναι ένα χαρούμενο γεγονός για το σωφρονιστικό μας ίδρυμα . Θα έλεγα δώρο θεού γιατί εγώ και η γυναίκα μου δεν καταφέραμε ποτέ να κάνουμε ένα παιδάκι . Θα σου προσφέρω τα πάντα για να βελτιώσω την ζωή σου εδώ μέσα αρκεί να μου δώσεις το παιδί .....
«Όχι κύριε αυτό δεν γίνεται» απάντησε ο Ιάκωβος .
«Καλά δεν θα σε ρωτήσω κιόλας , πάρτε τον στο δωμάτιο βασανιστηρίων και φέρτε το παιδί του σε μένα !»
«Όχιιιιιιιιι!!!!» ήταν η τελευταία λέξη του Ιάκωβου πριν τον σκοτώσουν .
Ο θάνατος του μαθεύτηκε γρήγορα στην φυλακή . Ο Δαλάι Ούγκ από την στεναχώρια του αυτοκτόνησε , ο Κωστάκης το έριξε στο αλκοόλ και στον χριστιανισμό ενώ ο Κλειδαράς μαζί με τους ισοβίτες ασέλγησαν στο νεκρό κορμί του Ιάκωβου για τελευταία φορά .
Κηδεία δεν έγινε , άνοιξαν έναν λάκκο στο προαύλιο της φυλακής και τον πέταξαν μέσα μαζί με τον αγαπημένο του βάτραχο τον «Κουάξ» .
Τώρα το πνεύμα του Ιάκωβου Κακαλή περιπλανιέται σε μια διάσταση που κανένας ζωντανός οργανισμός δεν ξέρει .

Βλέπει πολύχρωμα φώτα να φεύγουν σαν να είναι τρομαγμένα και γέλια μικρών παιδιών να του τρυπάνε τα αφτιά . Γονάτισε και είπε μια προσευχή που του είχαν μάθει όταν ήταν μικρός αλλά τίποτα .Τα γέλια από τα μικρά παιδιά δυνάμωναν . Δεν άντεξε άλλο και πέθανε . Τελικά μετά τον θάνατο υπάρχει θάνατος .
Τώρα δεν είναι τίποτα , ούτε πνεύμα , ούτε ψυχή . Έγινε μια μικρή κουκίδα άμμου και έπεσε στην Γή . Η φύση τίποτα δεν αφήνει να πάει χαμένο . Το νέο του σπίτι βρίσκεται σε μια χωματερή κάπου στην Λήμνο .Εκεί δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από σκουπίδια . Ένας εργάτης πετάει από μια σκουπιδιάρα τα τελευταία σκουπίδια πριν σχολάσει . Ένας δυνατός αέρας σήκωσε σκόνη και μαζί και τον Ιάκωβο όπου κόλλησε στα μαλλιά του εργάτη .Θα ήθελε πολύ να χαιρετήσει από εκεί ψιλά τις άλλες πετρούλες άλλα δεν έχει χέρια . Το ταξίδι του δεν κράτησε πολύ , το σπίτι του Μανώλη του σκουπιδιάρη ήταν εκεί κοντά .
Μπήκε στο σπίτι φίλησε στον στόμα τον σύντροφο του τον Κυριάκο και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο . Πριν το ντουζ πάντα έκανε το «χοντρό» του , γνωστό σε όλο τον κόσμο και σαν χέσιμο . Εκείνη την στιγμή ο Ιάκωβος , η μικρή κουκίδα άμμου , έφυγε χωρίς να το θέλει από τα μαλλιά του Μανώλη και έπεσε πάνω σε μια σκατούλα μέσα στην λεκάνη. Μαζί της ταξίδεψε μέχρι τον βόθρο . Ο Ιάκωβος , η μικρή κουκίδα άμμου άρχισε να μεγαλώνει ! Στην αρχή έγινε μια μεγάλη πέτρα οπού έσπασε σαν αβγό . Μέσα της ένα μωρό οπού λεπτό με το λεπτό μεγάλωνε .Η αναγέννηση του Ιάκωβου Κακαλή δεν άργησε να γίνει . Έφτασε μέχρι την ηλικία οπού είχε πεθάνει , δυνατός και έτοιμος για εκδίκηση .
Τα χρόνια είχαν περάσει και η κοινωνία είχε αλλάξει προς το χειρότερο . Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε μπει για τα καλά στην ζωή του κάθε πολίτη .Πλούσιοι αναρχικοί για να περάσουν την ώρα τους καταστρέφουν ότι βρουν μπροστά τους και μπάτσοι να σκοτώνουν δίχως δισταγμό . Αμέτρητες κάμερες στους δρόμους να παρακολουθούν την κάθε κίνηση . Ο υπόλοιπος κόσμος απλά πεινούσε , δεν έχει χρήματα ούτε καν για τα απαραίτητα .Δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ .
Ο Ιάκωβος Κακαλής όταν έμαθε ότι είχαν περάσει 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που τον είχε σκοτώσει ο διεφθαρμένος διευθυντής της φυλακής
Σταμάτης Πέρδικας φρίκαρε . Η αγαπημένη του κόρη Μαργαρίτα είναι πλέον συνομήλικη του και πολύ δύσκολα θα την έβρισκε . Όμως ήταν αποφασισμένος να την βρει . Πριν κάνει οποιαδήποτε σκέφτηκε να περάσει πρώτα από το σπίτι του για να ξεκουραστεί μερικές ώρες . Οι δρόμοι της πόλης είχαν αλλάξει και οι τεράστιες πολυκατοικίες είχαν αντικαταστήσει τα σπιτάκια με τις αυλές .
«Άραγε πως θα βρω το δικό μου σπίτι?» αναρωτήθηκε . Η απάντηση δεν θα αργήσει να έρθει .

Το σπίτι του το βρήκε ακριβώς όπως το άφησε . Πάλι καλά . Τράβηξε το χαλάκι της εξώπορτας οπού πάντα έκρυβε τα κλειδιά εκεί και για καλή του τύχη τα βρήκε . Άνοιξε την πόρτα βιαστικά . Εσωτερικά το σπίτι ήταν τακτοποιημένο . Άνοιξε τα παράθυρα για να μπει λίγο καθαρός αέρας . Κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα και έβαλε στο πικάπ ένα δίσκο των Def Leppard . Η μελωδία της rock μουσικής συνοδεύτηκε και με ένα ποτήρι ουίσκι . Είναι πολύ κουρασμένος . Τα βλέφαρα του είχαν αποφασίσει να κλείσουν άλλα το κουδούνι τις εξώπορτας τους χαλάει τα σχέδια .Ποιος να είναι άραγε ? Ο Ιάκωβος αναστατώθηκε , από το μυαλό του πέρασαν χίλιαδυο άσχημα πράγματα . Ανακουφίστηκε όταν άνοιξε την πόρτα και είδε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα .
«Ιάκωβε ? Δεν το πιστεύω ! Εσύ είσαι ? Νόμιζα ότι πέθανες !»
« Ποιά είσαι ?» της απάντησε ο Ιάκωβος .
« Η Όλγα η παλιά σου φίλη ! Που ήσουν όλα αυτά τα χρόνια ?»
«Όλγα μου !» την αγκαλιά και την φίλησε (χωρίς γλώσσα) .
« Άμα σου πω τι πέρασα όλα αυτά τα χρόνια δεν θα με πιστέψεις . Καλά πως κατάλαβες ότι επέστρεψα ?»
« Κάθε μέρα περνάω έξω από το σπίτι σου , κάθομαι στο πλατύσκαλο και κλαίω . Ξέρεις καλά ότι σε αγαπούσα»
«Το ξέρω Όλγα μου ....... το ξέρω . Έλα πέρασε μέσα στο σπίτι μου»
Κάθισαν πολλές ώρες μαζί αναπολώντας τα χρόνια που περάσανε . Ο Ιάκωβος της εμπιστεύτηκε ότι είχε μια κόρη και ότι από εδώ και πέρα ο σκοπός της ζωής του είναι να την βρει . Φάγανε μαζί , η Όλγα έχεσε σε ένα πιάτο και αυτός αφόδευσε μια τηγανιά . Δύο αρωματικά κεριά κάνανε ευχάριστη την ατμόσφαιρα και ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί έφερε το χαμόγελο . Στο τέλος την παρακάλεσε να του κάνει στοματικό έρωτα και αυτή δεν είπε όχι . Η Όλγα έφυγε αργά το βραδύ και ο Ιάκωβος ξάπλωσε στο κρεβάτι του μετά από τριάντα χρόνια . Μια νέα μέρα ξημερώνει .......
Μια ακτίνα ηλίου του τρύπησε το δεξί μάτι και ξύπνησε .Έξυσε λίγο το πέος του και πήρε τον δρόμο για την τουαλέτα . Ντύθηκε , ήπιε ένα καφέ και βγήκε έξω . Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να περάσει από την φυλακή μήπως και μάθαινε κάτι για τον Σταμάτη Πέρδικα , τον αδίστακτο διευθυντή που του έκλεψε την κόρη .Όμως όταν έφτασε εκεί είδε ότι φυλακή δεν υπήρχε . Ένα δάκρυ κύλησε στο δεξί του μάγουλο . Όλη αυτή η έκταση είχε γίνει βιβλιοθήκη .
« Έλα ρε φιλαράκι , γιατί κάθεσαι και χαζεύεις την βιβλιοθήκη ? Άμα θέλεις να της ρίξεις καμιά μολότοφ είμαστε και εμείς μέσα!»
Ο Ιάκωβος γύρισε το κεφάλι του και είδε δύο άτομα .
«Ποιοι είσαστε εσείς ?» τους ρώτησε .
«Έλα ρε μουνί , δεν πιστεύω να είσαι μπάτσος ?» του απάντησε ο άλλος .
«Όχι δεν είμαι . Εδώ παλιά υπήρχε μια φυλακή και ήμουνα κρατούμενος σε αυτήν . Τώρα ψάχνω να βρω την κόρη μου .»
«Οοοοο ρε φιλαράκι και εσύ κατά του νόμου είσαι . Γαμώ ! Έλα μαζί μας . Μπορεί και να σε βοηθήσουμε .....»
Ο Ιάκωβος τους ακολούθησε , περπάτησαν αρκετά και μπήκανε σε μια κατάληψη .
Φώτης και Αλέκος λέγονται τα δύο παιδιά που γνώρισε τυχαία έξω από την βιβλιοθήκη . Ο Φώτης ήταν πρώην στρατιωτικός και τα παράτησε για να ενταχθεί στον Επαναστατικό Αγώνα Ενάντια Σε Ότι Τους Εκνευρίζει . Ο Αλέκος πάλι μια ζωή έξυνε τα αρχίδια του σαν πλούσιος φοιτητής που ήταν . Αυτός είχε ενταχθεί στο Επαναστατικό Αγώνα Κατά Της Ελληνικής Αστυνομίας (μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι) .Καλά παιδιά φαίνονται .
Μέσα στην κατάληψη υπήρχε ένα μικρό καφενείο οπού κάθισαν εκεί για να τα πουν . Μαζί τους κάθισε και Χρυσός –περίεργο όνομα- οπού αυτός ήταν στον Επαναστατικό Αγώνα «Δεν Γουστάρω Τον Πατέρα Μου Και Του Καίω Την Τράπεζα Του» . Οι τέσσερις τους κάνανε μια πολύ σοβαρή και σε βάθος κουβέντα .
Ιάκωβος « Ρε παιδιά εσείς για ποιο σκοπό τα κάνετε όλα αυτά ?»
Φώτης « Το κράτος ρε Ιάκωβε ... το κράτος»
Αλέκος «και οι μπάτσοι»
Χρύσος «εγώ πιστεύω ότι το χρήμα φταίει για όλα»
Ιάκωβος «Ναι ρε παιδιά .... δεν διαφωνώ..... αλλά με την βία δεν γίνεται τίποτα»
Χρύσος «Αφού δεν βάζουν μυαλό τα μουνιά , οι μπάτσοι μας βαράνε και εμείς τι θες να κάνουμε ? Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια ?
Αλέκος «Και η Αμερική αυτή η σκατοχώρα που να πεθάνουν όλοι τους»
Ιάκωβος « Οκ , μπορούμε να αλλάξουμε κουβέντα όχι ότι δεν με νοιάζουν αυτά που λέτε αλλά με νοιάζει πιο πολύ να βρω την κόρη μου»
Φώτης «Ναι ρε φιλαράκι , μισό λεπτό να φέρω το laptop να ψάξουμε στο internet»
Ιάκωβος «Ωραία»
Φώτης « Για να δούμε ..... πως λέγεται η κόρη σου?»
Ιάκωβος « εεε.... θα πρέπει να λέγεται Μαργαρίτα Πέρδικα.»
Φώτης «Ρε μεγάλε αύτη είναι η γυναίκα του πρωθυπουργού!»
Ιάκωβος « Όπα μισό λεπτό.... για ψάξε για τον υποτιθέμενος πατέρας της ...... Σταμάτης Πέρδικας λέγεται..
Αλέκος «Καλά που ζεις ? Αυτός είναι ο υπουργός δημόσιας τάξης!»
Ιάκωβος «Κατάρα , τώρα τι θα κάνω ρε γαμώτο ? Παιδιά πρέπει να φύγω .... θα τα ξαναπούμε ελπίζω σύντομα .»
Ο Ιάκωβος έφυγε από την κατάληψη με σκυμμένο το κεφάλι . Έχει βρεθεί σε απόγνωση.... πραγματικά δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει . Άρχισε να μισεί τους πάντες και τα πάντα . Σκέφτηκε ότι η ζωή του πλέον δεν έχει κανένα νόημα . Καλύτερα να της δώσει ένα τέλος .
Η μοναξιά που έχει στην ψυχή του δεν πρόκειται ποτέ να σβήσει .
Ανέβηκε στην ταράτσα ενός ψηλού κτηρίου , έκλεισε τα μάτια του και πήδηξε στο κενό . Ένα αγροτικό φορτηγάκι έτυχε να περνάει εκείνη την στιγμή και ο Ιάκωβος Κακαλής έπεσε πάνω στο άχυρο που είχε φορτωμένο . Για καλή ή για κακή του τύχη δεν σκοτώθηκε .Έφτυσε μερικά άχυρα που είχε στον στόμα και άρχιζε να φωνάζει τον οδηγό να σταματήσει για να κατεβεί αλλά αυτός είχε δυνατά το καινούργιο cd του Τερλέγκα και δεν τον άκουγε . Βγήκαν έξω από την πόλη και πήραν την εθνική οδό . Το ταξίδι τους κράτησε τέσσερις ολόκληρες ώρες ώσπου έφτασαν σε ένα μακρινό ορεινό χωριό .
«Ποιος είσαι εσύ ?» Ήταν τα πρώτα λόγια του γιδοβοσκού μόλις είδε τον Άγγελο πάνω στη καρότσα .
«Εεε … Ιάκωβος ….. Ιάκωβος Κακαλής λέγομαι και πραγματικά σου ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση»
«Καλά….. και τι γυρεύεις πάνω στην καρότσα μου ?»
«Άσε αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία» του απάντησε ο Ιάκωβος .
«Εντάξει φιλέ …. Έλα κατέβα από την καρότσα και πάμε σπίτι να τα πούμε καλύτερα .
Σάκης Τσαλουχίδης το όνομα του γιδοβοσκού . Ένας όμορφος τριανταπεντάρης με το πιο γλυκό χαμόγελο που έχω δει στην ζωή μου . Το σώμα του χωρίς καμιά ατέλεια .Το αλέτρι και το άρμεγμα έκαναν καλά την δουλειά τους -γεια σου αγροτιά με τα όμορφα αγόρια σου !-
Το μόνο άσχημο πάνω του ήταν το καπέλο του ναύτη που φορούσε και ποτέ δεν το έβγαζε από το κεφάλι του .
«Σε ευχαριστώ πολύ Σάκη που με δέχτηκες στον σπίτι σου .» Ήταν τα πρώτα λόγια του Ιάκωβου μόλις κάθισε στο τραπέζι του σπιτιού του Σάκη . Με την συνοδεία ενός γάλατος , ο Ιάκωβος διηγήθηκε στον Σάκη περιληπτικά την ιστορία του. Η έκπληξη ήταν ζωγραφισμένη στο βλέμμα του .
«Γίνονται αυτά τα πράγματα στον κόσμο ? Απίστευτο ! Πως μπορώ να σε βοηθήσω ?»
«Σάκη μου άμα σου είναι εύκολο θέλω να με φιλοξενήσεις κάποιες μέρες στο σπίτι σου και εγώ θα σε βοηθήσω στην δουλειά σου .»
Ο Σάκης δέχτηκε και ένα όμορφο χαμόγελο άστραψε στο γλυκό του πρόσωπο . Ήρθε το βράδυ και οι δυο άντρες ετοιμαστήκαν να πάνε για ύπνο.
«Ιάκωβέ μου βολέψουν στον καναπέ , πάρε και δυο χειροποίητες κουβέρτες που έφτιαξα με τα χεράκια μου » Ήξερε να δουλεύει καλά τον αργαλειό . Ο Ιάκωβος έκλεισε τα μάτια αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί . Το μυαλό του βασανιζότανε με άσχημες σκέψεις .Του πήρε πολύ ώρα για να καταφέρει να κοιμηθεί . Το βράδυ πέρασε και ο ήλιος άρχισε δειλά δειλά να βγαίνει . Ο κόκορας από το διπλανό κοτέτσι άρχισε αφηνιασμένα να κακαρίζει .
«Θεέ μου πόσο μπορεί να σπάει αρχίδια αυτό το κωλόπουλο?» ήταν η πρώτη σκέψη του Ιάκωβου. Άνοιξε τα μάτια και το θέαμα που αντίκρισε μπροστά του ήταν άκρως εντυπωσιακό . Ήταν η στιγμή που βγήκε ο Σάκης από το μπάνιο ολόγυμνος . Κάτω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς του , πρόβαλε το τεράστιο πέος του . Είκοσι δύο εκατοστά έτοιμα να ικανοποιήσουν κάθε σεξουαλική φαντασίωση .
«Συγνώμη Ιάκωβε , νόμιζα ότι κοιμόσουν» ήταν τα λόγια του Σάκη όπου πήρε γρήγορα μια πετσέτα και έκρυψε το επίμαχο σημείο .
«Δεν πειράζει … σπίτι σου είναι…. Μπορείς να κυκλοφορείς όπως θέλεις» απάντησε ο Άγγελος .
«Έφτιαξα πρωινό , μερικά αυγά , γάλα …..άνοιξα και μια κονσέρβα κομπόστα ……ελπίζω να σου αρέσει .»
«Σάκη δεν χρειαζόταν να τα κάνεις όλα αυτά και με το πρωινό σου χέσιμο βολευόμουνα . Πάω στην τουαλέτα και έρχομαι στην κουζίνα» .
Οι δυο άντρες αφού φάγανε , πήραν το τρακτέρ και ξεκινήσανε για την δουλειά .
Οι πλακόστρωτοι στενοί δρόμοι του χωριού και η ομίχλη που το έπνιγε του έδιναν ένα γοτθικό χαρακτήρα . Μερικά κεφάλια ξεπρόβαλαν από τις αυλές των σπιτιών όλο περιέργεια να δουν ποιος είναι ο νέος επισκέπτης του χωριού .
«Αλήθεια Σάκη ξέχασα να σε ρωτήσω…. πως λέγεται το χωριό ?»
«Άγια Καριόλα η Αναμάρτητη» του απάντησε .
«Λίγο περίεργο δεν είναι για όνομα χωριού?»
«Εεε δεν νομίζω . Βασικά το όνομα του χωριού προέρχεται από μια πρωτευουσιάνα γυναίκα που βοηθούσε τις άπορες οικογένειες του χωριού και επιμελήθηκε στην κατασκευή ενός σύγχρονου γηπέδου γκολφ . Μετά τον θάνατο της άφησε ένα σημείωμα όπου εξηγούσε που έβρισκε όλα αυτά τα χρήματα . Παντρευόταν πλούσιους άντρες τους σκότωνε και έπαιρνε την περιουσία τους . Οι κάτοικοι του χωριού για να την τιμήσουν έφτιαξαν μια εκκλησία οπού εκεί θα δεις σε εικόνα ζωγραφισμένο το αιδοίο της .»
«Ααα ωραία , κάποια στιγμή θα πάμε να το δούμε να ανάψουμε και κανένα κεράκι » του απάντησε ο Ιάκωβος .
Η βόλτα είχε φτάσει στο τέλος της . Είχανε φτάσει στο μαντρί που έμοιαζε σαν …… μαντρί .
«Να Ιάκωβε, αυτή είναι η μάντρα μου και γύρω από αυτήν τα χωράφια μου . Θα αρμέξουμε πρώτα τα γίδια και στην συνέχεια θα σπείρουμε τα χωράφια . ΟΚ ?»
«ΟΚ φίλε μου»
Οι μέρες περνούσαν και ο Ιάκωβος Κακαλής ένιωθε μια βαθιά ικανοποίηση . Μετά από πολύ καιρό είχε ηρεμήσει .Από το πρωί μέχρι το απόγευμα στην δουλειά και το βράδυ είχαν καθιερώσει «κινηματογραφική πρεμιέρα» . Πηγαίνανε στο video-club της γειτονιάς και νοίκιαζαν ταινίες . Ο Σάκης προτιμούσε τα western κάτι που δεν άρεσε στον Ιάκωβο αλλά πάντα υποχωρούσε . Ένα βράδυ πηγαίνοντας στο movie – gastouni o Ιάκωβος είπε στον Σάκη .
«Το θεωρώ λίγο φασιστικό να διαλέγεις πάντα εσύ τι ταινία θα δούμε.»
Το όμορφο πρόσωπο του Σάκη μάζεψε σαν σφουγγάρι και μερικά δάκρυα πρόβαλαν από τα γαλάζια μάτια του . Τα χέρια του πήραν κατεύθυνση προς στον γιακά του Ιάκωβου και με μανία τον ταρακουνούσαν .
«Γιατί το λες αυτό?» Η φωνή του ακούστηκε μέχρι και στην ψηλότερη βουνοκορφή της περιοχής . Ο Ιάκωβος δεν είπε κουβέντα αλλά ένα ρίγος πέρασε γρήγορα από το κορμί του . Το βρήκε αρκετά ερεθιστικό .Ο Σάκης κατέβασε τα χέρια του , σκούπισε τα μάτια του και συνέχισε την πορεία του για το video-club . Από πίσω τον ακολούθησε και ο Ιάκωβος .
Από συνήθεια ο γιδοβοσκός κατευθύνθηκε προς το ράφι με τα western αλλά πολύ γρήγορα έστρεψε το βλέμμα του προς τον Ιάκωβο και του είπε ότι μπορεί να διαλέξει όποια θέλει αυτός . Ο αυτός με την σειρά του , του χάρισε ένα χαμόγελο και του ζήτησε συγνώμη που τον στεναχώρησε .Η παρεξήγηση είχε τελειώσει . Βγαίνοντας από το video-club ο Ιάκωβος κρατούσε στα χέρια του το «αγάπα με αν τολμάς» μια γαλλική ερωτική ταινία . Πήγανε στο σπίτι φάγανε και κάθισαν μπροστά στην plasma .
Ένα άντρας και μια γυναίκα μέσα σε ένα λάκκο αγκαλιασμένοι και μια μπετονιέρα από πάνω τους να ρίχνει υγρό μπετό ήταν το τέλος της ταινίας . Ο Σάκης έκλαψε από συγκίνηση –δεύτερη φορά σήμερα- έστρεψε το πρόσωπο του προς το πρόσωπο του Ιάκωβου και τον φύλησε με πάθος . Αυτός ανταπόδωσε το φιλί και έβγαλε γρήγορα τα ρούχα του ξεχνώντας τις προκαταλήψεις του για το πρωκτικό sex . Το πρωί ο κόκορας από το διπλανό κοτέτσι βρήκε τους δύο άντρες αγκαλιά στην φλοκάτη του σαλονιού . Ναι ήταν πλέον ζευγάρι ! Ο Ιάκωβος πιο ευτυχισμένος από ποτέ .Οι επόμενοι έξι μήνες ήταν οι καλύτεροι της ζωής του . Όμως η μοίρα του έπαιξε ένα ακόμη άσχημο παιχνίδι .
Ήταν ένα πρωινό του Αυγούστου .Ο Ιάκωβος είχε ένα κακό προαίσθημα. Φίλησε στο μάγουλο τον Σάκη και έβαλε τα κλάματα .
«Γιατί κλαίς αγάπη μου?» τον ρώτησε με απορία .
«Δεν ξέρω ……σήμερα πιστεύω ότι θα γίνει κάτι πολύ κακό .Καλά είναι να προσέχουμε .»
«Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να γίνει τίποτα κακό . Άντε πάμε τώρα γιατί αργήσαμε και τα γίδια θα παραπονιούνται ….»
« Σάκη θα μου κάνεις μια χάρη?»
«Ότι θέλεις»
«Προλαβαίνουμε να πάμε να ανάψουμε ένα κεράκι στην «Άγια Καριόλα την Αναμάρτητη?»
«Και βέβαια»
Τα ζωντανά της μάντρας όποτε έβλεπαν το τρακτέρ να έρχεται κάνανε χαρούλες .Ήξεραν ότι η πρώτη δουλειά που θα έκαναν οι δύο άντρες ήταν να πάνε και να τα ταΐσουν . Εκείνη την μέρα στεκόντουσαν σαν αγάλματα και τους κοιτούσαν χωρίς να αγγίξουν καθόλου το φαγητό τους . Ο Σάκης δεν έδωσε πολύ σημασία σε αντίθεση με τον Ιάκωβο που πανικοβλήθηκε .Δεν είπε τίποτα όμως γιατί ήδη του είχε πρήξει όλο το πρωινό τα αρχίδια . Ο Σάκης πήρε την κομπίνα και άρχισε να θερίζει τα χωράφια ενώ ο Ιάκωβος συνέχισε το άρμεγμα .Όλα κυλούσαν καλά μέχρι που η καμπάνα της εκκλησίας στο χωριό άρχισε να χτυπά ασταμάτητα και δυνατά . Και οι δύο τους σταμάτησαν την δουλειά και κοίταξαν προς το χωριό . Ένα τεράστιο μερμήγκι εμφανίστηκε από το πουθενά και πήρε κατεύθυνση προς το χωριό . Το περπάτημα του τράνταζε την γη . Σε μερικά δευτερόλεπτα ήδη είχε φτάσει . Άνοιξε το τεράστιο στόμα του και με τις δαγκάνες έπιανε ότι έβρισκε μπροστά του και το έτρωγε . Οι χωριανοί άρχισαν να το πυροβολούν με καραμπίνες και με δίκαννα αλλά ούτε καν το τραυμάτισαν. Συνέχισε ανενόχλητο την «δουλεία» του μέχρι που καταβρόχθισε όλο το χωριό . Ένα σμήνος από f-16 εμφανίστηκαν στον ορίζοντα και άρματα από πίσω να τα ακολουθούν .
Ο Ιάκωβος και ο Σάκης είχαν μείνει σαν αγάλματα και συνέχιζαν να παρακολουθούν . Τα f-16 προσέγγισαν το τεράστιο μερμήγκι και άρχισαν να το χτυπούν με βόμβες ανελέητα . Το ίδιο κάνανε και τα άρματα . Το μερμήγκι είδε ότι ήταν σκούρα τα πράγματα και εξαφανίστηκε .
Η τεχνολογία των Αμερικάνων για ακόμα μια φορά έσωσε τον πλανήτη γη και εμείς οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε .
«Ιάκωβε το σκοτώσανε!!! Σωθήκαμε!!» είπε ο Σάκης και όρχησε να τρέχει προς το μέρος του Ιάκωβου . Ένα λυχνάρι κρυμμένο σε κάτι χόρτα, ήταν η αιτία να σκουντουφλήσει ο Σάκης και να χτυπήσει το κεφάλι του σε έναν βράχο.
«Σακήηηη!!!» φώναξε ο Ιάκωβος και έτρεξε να τον βοηθήσει . Η καρδιά του είχε πάψει να λειτουργεί .Το κεφάλι του είχε γίνει πελτές .Ήταν νεκρός . Ο Ιάκωβος άρχισε να ουρλιάζει . Έστρεψε το βλέμμα του προς το λυχνάρι .Έβγαλε από την τσέπη ένα πανί και άρχισε να το τρίβει. Αυτό κράτησε για πέντε λεπτά περίπου .Ήταν μια αδικαιολόγητη ενέργεια . Το αφήνει από τα χέρια του και αρχίζει να τρέχει . Κανένας από τότε δεν τον είδε , αφού κανένας δεν τον ήξερε .Ούτε και εγώ , κάηκε βλέπεις αυτή η μαλακία το μόνιτορ από το διαστημικό σταθμό που είμαι , με αποτέλεσμα να γίνει αδύνατη η παρακολούθηση του .

τέλος

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

To τελευταίο ταξίδι του μάγου - αυτοκράτορα (μερος 5)

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Ο Κίρινταν Μπάουγκριμ έπαιζε νευρικά τα δάχτυλά του μουρμουρίζοντας ένα πρόστυχο τραγουδακι, καθώς το πλήθος συγκεντρωνόταν για ακρόαση στην ψαρωτικά (οφείλουμε να ομολογήσουμε) στολισμένη αίθουσα του θρόνου . Σπαθιά , ασπίδες και πολεμικοί πέλεκεις κρέμονταν στους τοίχους , αστράφτοντας κόκκινα στο φώς της αυγής σαν μαγεμένα απο το χέρι κάποιου πολεμόχαρου κι αιμοδιψούς θεού . Τεράστια αψιδωτά παράθυρα κατά μήκος της αίθουσας εβλεπαν προς τα μακρυνά βουνά και τον ήλιο που ανέτειλε στο βάθος , σηματοδοτώντας την αρχή μιας μέρας που πολλοί θα θυμόντουσαν πικρά στο δύσκολο μέλλον που η μοίρα επεφύλασσε για το ισχυρό βασίλειο . Απο το ταβάνι κρέμονταν λάβαρα με τα οικόσημα των οικογενειών που πέρασαν απο την διακυβέρνηση της χώρας και μέσα σε αυτά ξεχώριζε σκοτεινό και δυσοίωνο εκείνο με το κρανίο και το μισοφέγγαρο , το αρχαίο οικόσημο των Μπάουγκριμ , της φατρίας απο την οποία προέρχονταν και ο Κίρνταν . Το αίμα και η προδοσία ακολουθούσαν τον θυρεό της οικογένειας καθώς γενιά με γενιά , δολοπλόκοι και αδίστακτοι κληρονόμοι άνοιγαν υπομονετικά το δρόμο προς την κατάληψη της εξουσίας και το πολυπόθητο στέμμα . Και ως κατάληξη όλων αυτών , ο τελευταίος , ο μοναδικός με καποια ίχνη ηθικής μέσα σε μία ολόκληρη γενεολογική γραμμή καθαρμάτων , άτεκνος (και λίαν συντόμως μακαρίτης ) απόγονος της φατρίας , καθόταν στον αρχαίο θρόνο με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη .

Προσπαθώντας να κατευνάσει την νευρικότητά του και να υπομείνει την αναμονή , ο Κίρινταν παρατηρούσε αφηρημένα τις τοιχογραφίες που γέμιζαν τον χώρο. Μπροστά του παρήλαυναν επικά κατορθώματα , ένδοξοι βασιλιάδες και ήρωες του παλιού καιρού, που αντιπαραβάλλονταν χτυπητά με τον συρφετό απο τα κακομοιριασμένα και μίζερα ανθρωπάκια που προσέρρεαν άφθονα να ακούσουν την εξαγγελία του . Άφησε τις σκέψεις του να ταξιδέψουν για λίγο , ύστερα τις ξανακάλεσε κοντά του κι αφού πλέον διαπίστωσε πως όλα ήταν έτοιμα , ύψωσε τη φωνή του ώστε να καλύψει την ολοένα αυξανόμενη φλυαρία του πλήθους .

"ΒΓΑΛΤΕ ΟΛΟΙ ΤΟ ΣΚΑΣΜΟ!!!" , απαίτησε με τσαμπουκά ο Κίρινταν , και όλοι έκαναν αμέσως τουμπεκί ψιλοκομμένο . "Καλύτερα τώρα..." , είπε ικανοποιημένος και συνεχισε , " Όπως όλοι γνωρίζετε , ο Βασιλίας σας , εγώ , σύντομα θα εγκαταλείψω τα εγκόσμια " . " Μα,καλέ μου άρχοντά , μην λές τέτοια λόγια!!!Η επιστήμη κάνει θαύματα την σήμερον ημέρα..." , τον διέκοψε βιαστικά ο Βασιλικός γιατρός και υπουργός υγείας (διπλοθεσίτης , όπως όλα τα καλά λαμόγια, καθώς έχουμε ξαναπεί ) ."Βούλωσέ το ρε αρχίδι..." του αντιγύρισε απότομα ο Μάγος , με τις λέξεις να σφυρίζουν σαν δηλητηριώδη φίδια , πίσω απο τα σφιγμένα του δόντια . Ο γιατρουδάκος έχασε το χρώμα του και έκατσε πάλι στην θέση του . " Μην κάθεσαι , σήκω!! Λέω να αρχίσω με σένα , έτσι για γούρι!!Σήκω πάνω και στάσου στη μέση να σε βλέπουν όλοι, και καλά θα κάνεις να φοβάσαι απο δώ και μπρός , θα το ευχαριστηθώ περισσότερο..." , είπε ο Κίρινταν και τα λόγια του έμειναν να πλανώνται στον αέρα δυσοίωνα και ανεξιχνιάστα , μια απειλή που σπίλλωνε την πρωινή δροσιά . Ο μέχρι πρότινος αξιοσέβαστος επιστήμονας (αν και ήταν μεγάλο αρχίδι, για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω) σηκώθηκε αργά και έσυρε τα βήματά του ως το κέντρο της άιθουσας , όπου και απέμεινε να στέκεται σκυφτός και τρομαγμένος , λές κι είχε όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του .

"Τόσο καιρό , αγαπητε μου , παραπονιόμουν για το γαμημένο βήχα που μου είχε φάει τα σωθικά . Ερχόμουν , με τάιζες αντιβιώσεις , κι έλεγες "κρυολόγημα είναι , ιωσούλα , θα περάσει... " , έτσι δεν έιναι ρε κουράδι ;", ρώτησε ο Κίρινταν , χωρίς να περιμένει απάντηση . Ο γιατρουδάκος ζάρωσε τρομαγμένος , μπροστά σε αυτά που υπονούσαν τα αινιγματικά λόγια του βασιλιά . " Έκανα την έρευνά μου βλέπεις..." , συνέχισε ο μάγος , " Ήμουν μαλάκας που εμπιστεύτηκα τον υπουργείο υγείας σε ένα κατακάθι σαν κι εσένα , Αβραάμ Όπουλε!!!" . Στο άκουσμα του ονόματός του , ο υπουργός υγείας σήκωσε το τρομαγμένο βλέμμα του και αντίκρυσε τον θυμωμένο άρχοντα . Οι λέξεις πάγωσαν στα χείλη του , γιατί ήξερε πλέον πως ο Αυτοκράτορας τα είχε καταλάβει όλα. " Κοίταξα τα αρχεία με τις προμήθειες φαρμάκων , βρήκα κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και είπα να τα μοιραστώ με όλους εδω μέσα .... " , είπε ο Κίρινταν καθώς ολόκληρο το ακροατήριο παρέμενε κρεμάμενο απο τα χείλη του. " Άυτό το αρχίδι , αγόραζε συστηματικά δικά μας χρήματα , απίστευτες και ΑΧΡΕΙΑΣΤΕΣ ποσότητες αντιβιωτικών και φαρμάκων κατά του κρυολογήματος , ενώ ταυτόχρονα , με κάθε αγορά , ένα μικρό μπόνους προστίθονταν στον προσωπικό του λογαριασμό . Από την άλλη , οι ελλείψεις στα υπόλοιπα φάρμακα , καθότι τα φράγκα λιγοστεύανε , είχαν γίνει παραπάνω από αισθητές . Πήγαιναν οι άνθρωποι στο νοσοκομείο με κατάγματα , και τους δίναν ασπιρίνες!!!! Σε παιδάκια με ανεμοβλογιά , έδιναν αντιβιώσεις και παυσίπονα , κι εκείνα έβγαζαν σπυράκια ακόμα και στα μάτια!!! Άτομα με δυσπεψία χέζανε τα φάρμακα όπως τα καταπίνανε , και οι μαλάκες τα παίρνανε , τα ξανασυσκευάζανε και τα ΞΑΝΑΠΟΥΛΟΥΣΑΝΕ!!!!...Α, και για να μήν το ξεχάσω , σε όλα τα κρατικά νοσοκομεία , ο παλιομαλάκας , είχε διορίσει τους δικούς του . Άξιοι γιατροί έμειναν στον δρόμο ενώ οι κολλητοί αυτού εδώ του παπάρα γινόντουσαν διευθυντάδες και προϊστάμενοι απλώς και μόνο επειδή του ΕΓΛΕΙΦΑΝ ΚΑΛΑ ΤΟΝ ΚΩΛΟ !!! Ίσως και την πούτσα , ποτέ δεν ξέρεις..." . συμπλήρωσε την πρότασή του , ενώ επιφωνήματα και ιαχές αποδοκιμασίας άρχισαν να γεμίζουν τον χώρο . Με ένα νεύμα του Κίρινταν , η βοή καταλάγιασε , κι εκείνος έλαβε πάλι τον λόγο. "Σκατά τα έκανες μεγάλε , αλλα την μεγαλύτερη μαλακία , την έκανες στο τέλος..." , συνέχισε ο βασιλιάς , κοιτώντας περιφρονητικά το ζαρωμένο ανθρωπάκι που τον κοιτούσε αποσβολωμένο , με τα δάκρυα του φόβου να κάνουν επιτέλους την πολυπόθητη εμφάνισή τους σε ένα πρόσωπο , που μέχρι πρίν , ήταν μαθημένο μόνο να φορά αυτάρεσκα την μάσκα της αυθεντίας . " Με γάμησες μικρέ μου φίλε..." , είπε πικρά ο Κίρινταν , " Το γνώριζες εδώ και 8 μήνες πως είχα καρκίνο , αλλα το κράτησες για πάρτη σου και αυτό το έγγραφο το αποδεικνύει . Τί λέει εδω ; Αποτελέσματα εξετάσεων... Υποκείμενο : Κίρινταν Μπαουγκριμ. Καρκίνος του πνεύμονα , ημερομηνία σαν σήμερα , οχτώ μήνες πρίν . Εσυ μου το ανακοίνωσες μόλις πρίν δύο εβδομάδες και στην αρχή αναρωτήθηκα γιατί , όχι για πολύ όμως ... Ακόμα κι αν μου το ανακοίνωνες , με τι φάρμακα θα με μπούκωνες πάλι; Με αυτά που δεν υπήρχανε ; Προσπάθησες να κερδίσεις χρόνο , να θάψεις το σκατό σου σαν τη γάτα, και μετά να κάνεις τον ανήξερο!!!Την έκανες τι μαλακία σου και δεν ήξερες πως να την μαζέψεις!!! Κι εμείς ; Σαν πρόβατα να αγοράζουμε σκατά που δεν θα χρειαζόμασταν κάν , αν κάτι αρχίδια σαν κι εσένα κάνανε σωστά τη δουλειά τους ... Θα το πληρώσεις γαμημένε , θα το πληρώσεις πιό σκληρά απο όσο φαντάζεται το ηλίθιο , λειψό σου σκατοκέφαλο !!!" . Με μία απότομη κίνηση , ο Κίρινταν σηκώθηκε και άρπαξε απο τον γιακά τον Αβραάμ Όπουλό , τον πρωην Βασιλικό γιατρό και υπουργό υγείας , ο οποίος έκλαιγε σπαραχτικά και τράυλιζε ακατάληπτα σαν καθυστέρι . "Πέστο δυνατά ρε μπάσταρδε , να το ακούσουν ολοι : "Είμαι λαμόγιο και τα παίρνω!!!" . "ΕΙΜΑΙ ΛΑΜΟΓΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΡΝΩ!!" , φώναξε ο αξιολύπητος σκατόγερος , καθώς ο αυτοκράτορας τον ταρακουνούσε υστερικα και συνέχιζε απτόητος να τον ξεφτυλίζει . " Πές ρε πουστη : " Μου γαμιέται ο κωλος , πίνω χύσια , και μου αξίζει να με πατήσουν σαν σκατό και να πεθάνω!!!" . " ΜΟΥ ΓΑΜΙΕΤΑΙ Ο ΚΩΛΟΣ , ΠΙΝΩ ΧΥΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΑΤΗΣΟΥΝ ΣΑΝ ΣΚΑΤΟ ΚΑΙΑΙΑΙΑ ..." , η φωνή του Αβραάμ Όπουλου ράγισε προς στιγμή , αλλα με ένα ξεγυρισμένο και ηχηρό χαστούκι που του ξηγήθηκε στα μούτρα ο Κίρινταν , ο γιατρός βρήκε την αυτοκυριαρχία του και συμπλήρωσε χαμηλόφωνα , "και να πεθάνω...", και ο απόηχος της πρότασής του έσβησε μέσα στους φοβισμένους λυγμούς που του συντάρασσαν το κορμί . Ο Αυτοκράτορας τον κοίταξε για μία στιγμή αηδιασμένος , και στην συνέχεια τον πέταξε περιφρονητικά στο μαρμάρινο πάτωμα . "Αμ ,δε!! Ο θάνατος θα σου 'πεφτε πολύ λίγος , πούστη - κομπογιαννίτη..." , είπε καθώς στεκόταν επιβλητικός και μεγαλοπρεπής πάνω απ'την ζαρωμένη φιγούρα του γιατρού . " Πρίν λίγη ώρα είπες πως η επιστήμη κάνει θαύματα... Καιρός τωρα λοιπόν να δείς τι μπορεί να κάνει και η μαγεία!!! " , και με αυτά τα λόγια, ο Κίρινταν έκλεισε τα μάτια ενώ ταυτόχρονα τα χέρια του δούλευαν πυρετωδώς διαγράφοντας περίεργα σχήματα στον φορτισμένο αέρα . Απο τα χείλη του έβγαινε μόνο ένα απαλό μουρμουρητό , το οποίο σύντομα σκεπάστηκε απο τις κραυγές φρίκης του τέως υπουργού , καθώς έβλεπε το ίδιο του το σώμα να παραμορφώνεται φριχτά . Ο ήχος απο τα τσακισμένα κόκκαλα και την σάρκα που σκιζοταν υπερκάλυπτε τα ουρλιαχτά του σκατόγερου, που εκφυλίζονταν σταδιακά σε έναν ανατριχιαστικό και αποτρόπαιο ήχο , καθώς το ίδιο του το λαρυγγι έπαυε να είναι λαρύγγι πλέον . Σε λίγα εφιαλιτικά λεπτά , η μεταμόρφωση είχε συντελεστεί και το πλήθος παρακολουθούσε έντρομο μέσα σε αβάσταχτη σιωπή , καθώς στην θέση οπου μέχρι πρότινος στεκόταν κλαψουρίζοντας ο Αβραάμ Όπουλος , τώρα υπήρχε μόνο ένα ρολλό κωλόχαρτο, ολόλευκό και απαλό σαν μετάξι , προορισμένο αποκλειστικά για αριστοκρατικούς κώλους θα έλεγε κανείς , ολομόναχο στο κέντρο της αίθουσας, παρουσιάζοντας ένα θέαμα ταυτόχρονα ιλαρό και γκροτέσκο .Ο Κίρινταν κάγχασε ειρωνικά, "Απο υπουργός υγείας , χαρτί υγείας!!Ααααυτό θα πεί στέρηση βαθμού!!" συμπλήρωσε κοιτώντας προς το πλήθος , αλλά κανείς δεν φάνηκε να συμμερίζεται το χιούμορ του . Περριτό να πούμε πως ο μάγος χέστηκε είτε γουστάραν είτε όχι , είχε ακόμα πολλά να πεί και να κάνει πρίν πεσει η αυλάια. Έσκυψε , μάζεψε το κωλόχαρτο και το πέταξε προς τον Αβάριελ (τον πούστη θαλαμηπόλο) που παρακολουθούσε έντρομος . "Πάρτο να σκουπίζεσαι όταν σε χύνουνε στη μάπα , παλιοαδερφάρα!!" , δήλωσε ο αυτόκράτορας και συνέχισε , "τώρα τσακίσου να φέρεις εκείνους του δύο που λέγαμε!!Εμπρός, μαλάκα !! Κάνε Γρήγορα!!" . Ο καημένος ο αβάριελ τα έιχε χρειαστεί για τα καλά . Αμέσως , ξεκίνησε τρεχάτος , σκοντάφτοντας και ζορίζοντας το παχύσαρκο κορμάκι του, ενω κρατούσε σφιχτά το ρολλό με το κωλόχαρτο μην τυχόν και του πεσει, καθώς έσπευδε να ικανοποιήσει την διαταγή του Βασιλιά.

Σε λίγα λεπτά , η μεγάλη πόρτα της άιθουσας άνοιξε ξανά , και ο Αβάριελ μαζί με ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα την διέβη με το κωλαράκι του να κουνιέται καμαρωτό και τουρλωμένο , συνοδεύοντας δυο αλυσοδεμένους κρατούμενους, οι οποίοι κοιτούσαν με δεος το πλήθος που τους αντιγύριζε το βλέμμα με περιέργεια . Ο πρώτος ήταν ένας μικροκαμωμενος άντρας με έξυπνα μάτια , που φαινόταν να επιθεωρεί τον χώρο εξονυχιστικά . Έδινε την εντύπωση πως έψαχνε τρόπο να αποδράσει , αλλά οι βαρειές αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος δεν του άφηναν και πολλά περιθώρια για τέτοιες ελπίδες . Ο Μόρικ , γιατί αυτό ήταν το όνομά του , ήταν ένας απο τους πλέον σεσημασμένους κλεφτες του βασιλείου . Βέβαια, η φήμη του είχε πάρει ένα χρώμα ιλαρότητας μετά το περιστατικό της τελευταίας του σύλληψης . Μία κρίση διάρροιας κατά τη διάρκεια μιας διάρρηξης και οι ηχηρές κλανιές που την συνόδευαν , έγιναν η αιτία να πέσει στο δόκανο του νόμου , και μάλιστα με το βρακί κατεβασμένο . Οι αγουροξυπνημένοι φρουροί τον πέτυχαν να προσπαθεί να διαφύγει απο το πολυτελές μέγαρο μισόγυμνος και με καφετιά "ζουμιά" να τρέχουν στα ολόλευκά μπουτάκια του , γεγονός που του έδωσε το προσωνύμιο " ο ασκούπιστος" , με το οποίο ήταν και ευρύτερα γνωστός . Παρ'όλη τη γελοιότητα του ατυχούς αυτού περιστατικού , ο Μόρικ ο ασκούπιστος ήταν και παρέμενε ένας ικανός κλεφτης , και πολλοί απο όσους βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα είχαν υπάρξει θύματα του προσοδοφόρου , αλλα κυρίως για τον ίδιο , ταλέντου του στο παρελθόν . Με μερικές σπρωξιές , που γενναιόδωρα κέρασαν οι φαντάροι που τον συνόδευαν , ο Μόρικ σταμάτησε στο κέντρο της σάλας , δείχνοντας παράταιρός μέσα στην πολυτέλεια που τον περιέβαλλε , καθώς ο ίδιος στεκόταν ντυμένος με μια απλή μάυρη και κατασκονισμένη ολόσωμη στολή , ενώ μια κουκκούλα ίδιου χρώματος ήταν ριγμένη χαλαρά στην πλάτη του . Τα ρούχα του περιέβαλλαν μια σειρά απο ζώνες , πάνω στις οποίες διακρίνονταν εύκολα οι θήκες για τα στιλέτα και τα διάφορα εργαλεία της , όχι και τόσο τίμιας , δουλειάς που εξασκούσε . Ευτυχώς , το υπηρετικό προσωπικό είχε φροντίσει να τον καθαρίσει πριν παρουσιαστεί στον Αυτοκράτορα , κι έτσι επιτέλους απαλλάχτηκε απο την ανυπόφορη μπόχα της σκατίλλας που τόσες μέρες στο κελί , είχε ποτίσει για τα καλά τον μαυροντυμένο μας φίλο .

Πίσω του ακριβώς , ακολουθούσε ένας άλλος άντρας , που φαινόταν να ειναι το ακριβώς αντίθετο σε εμφάνιση , αλλα και χαρακτήρα σε σχέση με τον προηγούμενο . Ήταν ψηλός και γεροδεμένος , ντυμένος μόνο με ένα κίλτ , κατω απο το οποίο μάλλον δεν φορούσε απολύτως τίποτα (προς μεγάλο ερεθισμό της φαντασίας των παρευρισκόμενων και ιδιετάιρως του Αβάριελ , του γνωστού πουσταρά θαλαμηπόλου , που τον κοίταζε σαν ξερολούκουμο) . Μακριά μαύρα μαλλιά έπεφταν σαν καταρράκτης στους γεροδεμένους του ώμους , ενώ τα μάτια του κοίταζαν με απέχθεια το πλήθος που τον παρατηρούσε σαν έκθεμα σε ζωολογικό κήπο . Όντας γνήσιο τέκνο του βάρβαρου βορρά , ο Τσέρνομπόργκ έτρεφε βαθειά αντιπάθεια για τους τρόπους και τις συνήθειες των "πολιτισμένων" , όπως αποκαλούσε τους κατοίκους των χωρών που βρίσκονταν νοτιότερα της δικής του (δηλαδή όλων...) . Όμως , λίγο λόγω της έμφυτης τάσης του ίδιου για περιπλάνηση , λίγο εξαιτίας κάποιου άσχημου περιστατικού το οποίο θα εξιστορήσουμε στο μέλλον , ο Τσέρνομπόρκ εγκατέλειψε τα χιονισμένα τοπία της πατρίδας του για να περιπλανηθεί σε έναν κόσμο που ελάχιστα καταλάβαινε , όπως σύντομα διαπίστωσε . Ας πούμε , σε καμμία περίπτωση δεν φανταζόταν πως ήταν "λάθος" να ξεκοιλιάσει στη ψύχρα εκείνο τον παππούλη που τον απεκάλεσε "άμυαλο γομάρι" , ούτε νόμιζε πως έκανε κάτι "κακό" όταν βίαζε εκείνο το δεκαεξάχρονο κοριτσάκι που του γυάλισε όταν το πετυχε να γυρίζει απο το σχολείο αμέριμνο , κουνώντας προκλητικά το εφηβικό του κωλαράκι . Στο μυαλό του Τσέρνομπόργκ , ένας άντρας ζούσε πάντα τη στιγμή , χωρίς πολλή σκέψη , αρπάζοντας ότι μπορούσε κι ότι του πρόσφερε η ζωή όταν ήταν στις καλές της. Γιατί στην σκοτεινή και άγρια χώρα που τον ανέθρεψε οι μέρες ήταν δύσκολες , οι νύχτες ψυχρές κι επικύνδυνες και οι άνθρωποι μεριμνούσαν μόνο όσο τους το επέτρεπαν οι πενιχρές τους δυνατότητες , αφήνοντας τα υπόλοιπα στην ιδιότροπη κρίση των θεών. Φυσικά , δεν μπόρεσε να εξηγήσει τίποτα απο τα παραπάνω στο επικεφαλή της περιπόλου που αποπειράθηκε να τον συλλάβει κι έτσι ήταν αναγκασμένος να τους σφάξει όλους ανεξαιρέτως (σε αυτά τα πράγματα δεν έκανε διακρίσεις ). Το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη περίπολο και κάπου εκεί ο Τσέρνομπόρκ , που δεν του έκοβε και πολύ , σκέφτηκε κάτι σαν "φαντάζομαι πως τώρα κατάλαβαν , οπότε θα βαρεθούν και θα σταματήσουν " , και αποφάσισε να πάει για μπύρες . Όμως , ότι δεν πέτυχαν οι έμπειροι και εκπαιδευμένοι άντρες της φρουράς , το πέτυχε η χλιαρή μπύρα του κάπελα , καθότι ο Τσέρνομπόργκ ήταν συνηθισμένος να πίνει μόνο κατσικίσιο γάλα , και το αλκοόλ του έφερνε νύστα . Έτσι , οι φρουροί τον συνέλαβαν την ώρα που ροχάλιζε με τη μούρη του στον πάγκο , τον κλείσαν στο μπουντρούμι και την επόμενη τον ξύπνησαν βαρώντας κατσαρόλες πάνω απο το χοντροκέφαλό του . Έτσι , ο Τσέρνομπόργκ έμαθε και τι εστί χανγκόβερ , προς γνώση και συμμόρφωση . Στη συνέχεια τον τσουβαλιάσανε και τον κουβαλήσαν κλωτσηδόν να συναντήσει τον βασιλιά , ενώ ο αφελής μας βάρβαρος αναρωτιόταν τί σκατά είχε κάνει , που ήταν τόσο σοβαρό. Στάθηκε δίπλα στον Μόρικ , που πρώτη φορά έβλεπε , και αντίκρυσε κατάματα τον Μάγο Αυτόκράτορα , ο οποίος εκείνη την στιγμή έπαιρνε πάλι τον λόγο .

"Κααααλώς τα παιδιάαααα..." , είπε με ένα εγκάρδιο χαμόγελο ο Κίρινταν , και συνέχισε , " περάστε , καθίστε!!Αυτά που θα πούμε σας αφορούν άμεσα..." . Οι φρουροί τους έσπρωξαν , χωρίς να τους βγάλουν τις αλυσίδες , σε δύο θέσεις στην άκρη της άιθουσας που ήταν ειδικά προετοιμασμένες για αυτούς . " Ρε κωλοψαρα , μη τα σπρώχνετε τα παληκάρια!!" ,ο βασιλιάς έκανε παρατήρηση στους φαντάρους που την είχανε δει μάγκες με τους φυλακισμένους ."Εντάξει;βολευτήκατε ; Να πώ να σας φτιάξουν κανα καφεδάκι ; " , συνέχισε απευθυνόμενος στους κρατούμενους . Ο Μόρικ με τονΤσέρνομποργκ είχαν χάσει την μπάλα . Η εγκαρδιότητα του βασιλιά , αντί να τους κάνει να νοιώσουν πιό άνετα , τους είχε κόψει τα πόδια . Τί σκατά ήθελε ο μαλάκας ; Ο Τσέρνομποργκ όμως , που ήταν και πιό αγροίκος , αν και είχε φάει τα αρχίδια του κατα βάθος δεν μάσησε , ούτε έκατσε να το πολυσκεφτεί . " Φρέντο καπουτσίνο , γλυκό " , έδωσε παραγγελιά ο βάρβαρος . " Για σκατόβλάχος έχεις πολύ εκλεπτυσμένα γούστα..." , μουρμούρισε ο Μόρικ απο δίπλα του , αλλά δεν θέλησε να το τραβήξει παραπάνω , γιατί ο Τσέρνομποργκ δεν φαινόταν και παληκάρι που σήκωνε και πολλά πολλά . " Ένα φρέντο καπουτσίνο και για μένα, σκέτο " συμπλήρωσε καθώς άκουγε τον βάρβαρο να μουρμουρίζει "άμα σε γκαμισω , τα σου πω ιγκώ , μαλάκα ασκούπιστο...". "Μπά , μιλάει κιόλας , ο πρησμένος!!" συλλογίστηκε ο ληστής , αλλά κράτησε τις σκέψεις του για πάρτη του . Σε λίγη ώρα, τα καφεδάκια ήταν έτοιμα , κι έτσι ο Μάγος , έστρεψε ξανά την προσοχή του στο πολυπληθές και ανυπόμονο ακροατήριο . "Έλεγα λοιπόν , πως σύντομα θα βλέπω τα ραδίκια ανάποδα . Γιόκ!!Πάπαλα!!Τετέλεσθαι!!... Θα τα τινάξω κοινώς...Είναι δύσκολες ώρες και για εμένα , αλλα και για το βασίλειο, και σημαντικές αποφάσεις πρέπει να παρθούν και να γίνουν πράξη. Αλλα δεν υπάρχει λόγος να σας κουράζω , θα μπώ κατευθείαν στο ψητό . Κατόπιν ωρίμου σκέψεως , που λέτε καλά μου προβατάκια - υπήκοοι , αποφάσισα να ορίσω τον διάδοχό μου και να παραιτηθώ του αξιώματός μου". Επιφωνήματα έκπληξης και απορίας γέμισαν την σάλα απο άκρη σε άκρη , αλλα σύντομα ο κόσμος σώπασε περιμένοντας τη συνέχεια . " Λέω να φύγω για ταξίδι , και να σας αφήσω στη μιζέρια σας . Σας βαρέθηκα , αρκετά μου πρήξατε τα αρχίδια...Μαζί μου θα έρθουν μόνο αυτοί οι δύο που βλέπετε εκει πέρα" είπε δέιχνοντας προς τη μεριά του Μόρικ και του Τσέρνομπόργκ . " Ο διασημότερος κλεφτης του βασιλείου και ένας απο τους δυνατότερους πολεμιστές που περασαν ποτέ απο τα καταγώγια της άρμινας . Μαζί με τον ισχυρότερο και πιό γαμάτο μάγο , εμένα δηλαδή , θα κάνουμε απίστευτο τημ και θα έχουμε τρελλές περιπέτειες και λάφυρα , και γκόμενες , και ναρκωτικά , και πάρτυ και πολλά, πολλά άλλα... Εννοείται πως θα τους χορηγηθεί αμνηστία για τις μαλακίες που διέπραξαν στο παρελθόν ..." . Οι δύο κρατούμενοι δεν πίστευαν στα αυτιά τους . Θα έδιναν και το δεξί τους αρχίδι για να γλυτώσουν απο τα μπουντρούμια και την εκτέλεση και τώρα η ευκαιρία τους απρουσιαζόταν στο πιάτο. Είχαν μέινει και οι δύο άλαλοι , μές το σαστισμά τους ίσα που άκουσαν τον Κίρινταν που απευθυνόταν ξανά σε αυτούς . "Το μόνο που θέλω απο εσάς αποβράσματα, είναι να φορέσετε αυτά τα δύο δαχτυλίδια, έτσι μωρέ...Σαν επισφράγιση της συμφωνίας μας και σαν δωράκι φυσικά..." , συμπλήρωσε με έναν , δεν θα τον λέγαμε και ακριβώς αθώο , τόνο ο Αυτοκράτορας . Αμέσως , ένας υπηρέτης κατέφθασε κουβαλώντας τα δύο δαχτυλίδια που προορίζονταν για τους κρατούμενους, πάνω σε ένα μπλέ βελούδινο μαξιλάρι . Εκέινοι τα πήραν στα χέρια τους και τα περιεργάστηκαν. Έμοιαζαν πολύ με αυτό που φορούσε ο ίδιος ο Μάγος , αν κι έδειχναν απλά και όχι ιδιαίτερα πολύτιμα . Το μόνο που τα έκανε ξεχωριστά ήταν η μαύρη πέτρα με την οποία ήταν δεμένα , πάνω στην οποία δέσποζε το μακάβριο οικόσημο των Μπάουγκριμ , το κρανίο με το μισοφέγγαρο . "Άντε , φορέστε τα να πούμε , δεν θα φάμε κι όλη μέρα!!! Πρέπει να την κάνουμε σιγά σιγά , γιού νόου..." , επέμεινε ο Κίρινταν , γεγονός που έβαλε σε σκέψεις τον Μόρικ , που του έκοβε και λίγο παραπάνω , αλλα κανείς τους δεν έιχε επιλογή . Φόρεσαν τα δαχτυλίδια όπως όπως και περίμεναν τον Άρχοντα να τελειώσει την πάρλα ώστε να την κάνουν μια ώρα νωρίτερα . Περιττό να πούμε πως κανέις τους δεν είχε διάθεση να ακολουθήσει τον καρκινιάρη βασιλιά στα πέρατα του κόσμου επειδή ετσι του κάυλωσε . Τόσο ο Μόρικ , όσο και ο Τσέρνομποργκ σκόπευαν να γράψουν τον Άρχοντα στα αρχίδια τους μόλις έβγαιναν έξω , στον καθαρό αέρα . Στο τέλος τέλος , είχαν ο καθένας τις δουλειές τους , τα χόμπυ τους και πολλούς , πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς . Ας πούμε ο Μόρικ , σίγουρα σκόπευε να περάσει απο το ταβερνάκι που έφαγε εκέινη τη μπριζόλα - καθαρτικό , με άμεση συνέπεια το μοιραίο κόψιμο που τον έστειλε στη ψειρού . Βέβαια , αν η συνεργασία αποδεικνυόταν επικερδής , σίγουρα θα έμπαιναν στον κόπο να δούν πού θα πήγαινε το πράγμα , αλλα κανένας τους δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε "άτομο εμπιστοσύνης" .

Ο Κίρινταν τα γνώριζε όλα αυτά , καθότι δεν ήταν και κανάς μαλάκας , αλλα είχε αποφασίσει να πάρει το ρίσκο του και να παίξει τον ρόλο του μέχρι το τέλος . " Ας πάμε σε ένα άλλο θέμα τώρα" , είπε με ένα ειρωνικό χαμόγελο . "Όπως είπα και πρίν , σκοπεύω να ορίσω και τον διάδοχό μου. Επειδή βλέπω πως σας τρέχουνε τα σάλια ήδη , παιδιά , μή χαίρεστε...Ο διάδοχος δεν βρίσκεται ανάμεσά σας, δεν βρίσκεται κάν σε αυτή την άιθουσα. Αν δεν κάνω λάθος , αυτή τη στιγμή πρέπει να ρουφάει ηδονικά το πρωινό του καφεδάκι στο αρχηγείο της πυροσβεστικής , κάτω , στα μπουντρούμια" . Ένα βουητό έκπληξης βγήκε απο το πλήθος , που δεν το περίμενε να ακούσει τέτοια μαλακία . "Δεν μπορεί να εννοεί αυτόν!!" ακούστηκε απο διάφορα στόματα , αλλά ο Μάγος δεν μασούσε μία, και συνέχισε απτόητος. " Ναί ρε μαλάκες!!Καλά καταλάβατε!! Διάδοχό μου ορίζω τον Αγκάλακον , τον κόκκινο δράκο , κι άμα σας αρέσει...Άμα δεν γουστάρετε , να πάτε να γίνετε μετανάστες , να πουλάτε τσιγάρα στις πλατείες και να σας δέρνουνε οι νεοναζί, στα αρχίδια μου!!! Το γεγονός είναι πως απο σήμερα και στο εξής θα σας κυβερνάει ο φίλος μου,η σαύρα, και δεν δίνω πεντάρα αν γουστάρετε η οχι!!!" , τελείωσε την πρότασή του ο Κίρινταν , αλλα πλέον στη αίθουσα γινόταν της πουτάνας. Τέτοιο πράγμα δεν είχε ξανακουστεί. Ένα τέρας , ένα έκτρωμα να γίνει Βασιλιάς του πιό ισχυρού βασιλείου της υπέιρου . Ο Μέγας Αρχιερέας πετάχτηκε , με τα μούσια και τα μαλλιά του να ανεμίζουν καθώς φώναζε και χτυπιόταν υστερικα . "Δεν είναι δυνατόν να το ανεχτούμε αυτό, δεν μπορεί να μας κυβερνά ένα θηρίο ,ενα μίασμα!! Ειναι αντίθετο με το θέλημα των θεών...Μεγαλειότατε , θα σας αφορίσω!!" , κατέληξε ο Αρχιερέας , κουνώντας το δάχτυλο επιδεικτικά . " Θα μου κλάσεις τα αρχίδια , τραγόπαπα..." , απάντησε ο Μάγος , προκαλώντας σόκ στο ακροατήριο . Κανείς δεν έιχε τολμήσει να απευθυνθεί έτσι στην κεφαλή της εκκλήσίας στο παρελθόν . Απο την άλλη , ο Κίρινταν δεν είχε και πολλά να χάσει πιά , κι έτσι συνέχισε . " Αυτά , να τα πείς στους αφελείς που σε πιστεύουνε , γερο - σταφίδα!! Και μίασμα είσαι εσύ και όλη σου η φάρα!! Τριγυρνάτε να πούμε , με τα ράσα και τα μούσια σας και κάνετε τους καμπόσους...Ανεπάγγελτοι , άτεχνοι , χαραμοφάηδες όλοι!!! Έχετε άποψη επί παντός επιστητού και λυσσάτε σαν τα κοπρόσκυλα για ένα ξεροκόμματο εξουσία !! Τόσα χρόνια πάσχιζα να τα έχω καλά μαζί σας , ας είναι καλά οι μαλάκες που σας ακολουθούνε σαν τα γίδια... Αρκετά σας ανέχτηκα!!Και ποιός τους είδε ρε μαλάκα τους θεούς ; Τους είδες εσύ ; Και ποιός σου είπε πως με νοιάζει εμένα το θέλημα τους; Τους νοιάζει τους θεούς που έχω εγώ καρκίνο ;Παπάρια!! Έ , κι εγώ χέστηκα!!! Βασιλιάς , απο σήμερα και μπρός θα είναι ο Αγκάλακον , το κολλητάρι μου , και να πάτε να γαμηθείτε όλοι!!! ". Βαθειά σιγή έπεσε στην άιθουσα και όλοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο στα μάτια σαν χαμμένοι . Ο μέχρι πρότινος καλοκάγαθος κι ευγενικός ηγέτης τους δεν τους έιχε συνηθίσει σε τέτοιες συμπεριφορές . Επίσης , όλοι αναρωτιώντουσαν τί θα απογίνει το βασίλειο υπό την ηγεσία ενός δράκου . Κακά τα ψέμματα , πολλοί θυμόντουσαν τις καταστροφές και την φωτιά που έιχε σκορπίσει πολλά χρόνια πρίν και εξάλλου , ποιός ήξερε τι να περιμένει ; Ουδείς γνώριζε πως λειτουργούσε το μυαλό του τέρατος , ποιές ήταν οι βλέψεις και οι προθέσεις του . Θα τα έκανε όλα λαμπόγιαλο ; Θα μπουρλότιαζε το σύμπαν ; Ή μήπως θα χρησιμοποιούσε τις γνώσεις που απέκτησε στον μακρόχρονο βίο του για την ευημερία και την πρόοδο του Ντόλ Κουαρθόλ ; Σε κάθε περίπτωση , αρκετοί ήταν αυτοί που αντιλαμβάνονταν πως τα πράγματα θα άλλαζαν δραστικά απο εδώ και μπρός . Τα πριγκηποπουλα έκλαιγαν στους ώμους των μανάδων τους σαν αδερφούλες (που ήταν), καθώς έβλεπαν τα όνειρά τους για την διαδοχή στο θρόνο να πηγαίνουνε στο διάολο . Οι γηραιότεροι ευγενείς αναρωτιόντουσαν κατα πόσον ήταν καβατζωμένοι στις θεσούλες τους . Και οι οδαλίσκες...Οι οδαλίσκες είχαν φρικάρει για τα καλά . Ποτέ στο παρελθόν δεν τις έιχε ξαναπηδήξει δράκος και ήταν κομματάκι αγχωμένες . Δεν ήξεραν βλέπετε , πως οι δράκοι δεν έχουν ούτε πούτσα , ούτε αρχίδια .

Τον Κίρινταν όμως δεν τον απασχολούσε πλέον τίποτα απο όλα αυτά . Είχε πεί αυτά που ήθελε και τώρα είχε έρθει η να φύγει , να τα αφήσει όλα πίσω και να ξεκινήσει την καινούργια του ζωή . " Φέρτε στα παιδιά τα πράγματά τους , ώρα να την πουλέυουμε σιγά σιγά..." , είπε καθώς έριχνε πάνω του έναν απλό γκρίζο μανδύα γεμάτο εσωτερικές τσέπες , μέσα στις οποίες κουβαλούσε τα συστατικά για τα ξόρκια του . Έδειχνε απλώς ένας κοινός , μεσόκοπος άντρας , κι ας ήταν ο μεγαλύτερος μάγος της εποχής του. Είχαν περάσει πολλά χρόνια απο την τελευταία του περιπετεια , χρόνια που είχαν αφήσει τα σημάδια τους , αλλα είχαν επίσης αυξήσει την σοφία και την γνώση του στις απόκρυφες επιστήμες . Κανείς δεν έιχε αμφιβολία , ήταν αρκετά ισχυρός και έτοιμος για οτιδήποτε έμελλε να αντιμετωπίσει στον δρόμο του . Σύντομα έφτασαν και οι υπηρέτες με τα αντικείμενα που άνηκαν στους άλλους δύο . Ο Τσέρνομπορκ ζώστηκε διαγώνια στην πλάτη το μακρύ σπαθί του , τον "Ιατροδικαστή" , όπως συνήθιζε να το αποκαλεί , και φόρεσε την μεταλλική επωμίδα του , πάνω στην οποία ήταν περίτεχνα και με λεπτομέρεια σκαλισμένο το σχήμα μιας λυκοκεφαλής . Τώρα πιά έδειχνε όσο δυνατός κι επικίνδυνος ήταν στην πραγματικότητα και η εμφάνισή του προκαλούσε βλέμματα θαυμασμού και δέους . Ειδικά του Αβάριελ ( του πούστη θαλαμηπόλου ) του έτρεχαν τα σάλια στη θέα του μυώδους βαρβάρου . Ο Κίρινταν το πρόσεξε , όπως επίσης παρατήρησε πως ο Τσέρνομποργκ του ανταπέδωσε το βλέμμα με ένα ευγενικό χαμόγελο . " Ρε λές ;!!" , σκέφτηκε ο Μάγος , αλλα είπε να μήν δώσει συνέχεια . Ο Μόρικ επίσης τακτοποίησε στις θήκες τους τα διάφορα στιλέτα του , και στην πλάτη του πέρασε την βαλλίστρα που συνήθιζε να χρησιμοποιέι όταν οι καταστάσεις το απαιτούσαν . Μαυροντυμένος , φορώντας την κουκούλα του, έμοιαζε πιά με αυτό που όντως ήταν : ένα πλάσμα της νύχτας και των σκιών .

Έτσι , όχι ανάμεσα σε ζητωκραυγές , αλλά μέσα στην σιωπή και την περισυλλογή που προκάλεσαν τα λόγια του , ο Μάγος αυτοκράτορας εκανε την τελευταία του έξοδο απο την άιθουσα του θρόνου . "Λοιπόν ,αυτό ήταν..." συλογίστηκε , καθώς η πύλη του παλατιού άνοιγε και το φώς του ήλιου τον έλουζε λαμπρό . Ένευσε στους καινούργιους του συντρόφους , και με αποφασιστικό βήμα τράβηξε για την περιπέτεια που ήταν σίγουρος πως τον περίμενε στο λίγο μέλλον που του απέμενε...